πεῖσις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
(9)
 
m (Text replacement - "συμφορά, βάσανο;" to "συμφορά, βάσανο; ")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peisis
|Transliteration C=peisis
|Beta Code=pei=sis
|Beta Code=pei=sis
|Definition=εως, ἡ, (πάσχω, πείσομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[πάθος]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Loc.Hom.</span> 1</span>, <span class="bibl">Sor.2.3</span>, Gal.1.141; ἡ χολέρα π. τοῦ στομάχου <span class="bibl">Cass.<span class="title">Pr.</span>59</span>, cf. <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span> 1.138</span> : generally, <b class="b2">affection, susceptibility</b>, κινήσεις καὶ π. ψυχῆς <span class="bibl">Ph.1.617</span>; <b class="b3">αἰσθητικαί, σωματικαὶ π</b>., <span class="bibl">M.Ant.3.6</span>, <span class="bibl">7.55</span> ; πείσεων καὶ παθῶν <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.384</span>; <b class="b3">ποίησίν τε καὶ π</b>. <span class="bibl">Plot.3.1.4</span>, cf. <span class="bibl">3.6.7</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (<b class="b3">πείθὠ</b> <b class="b2">persuasion</b>, <span class="bibl">Id.2.9.14</span>(pl.).</span>
|Definition=-εως, ἡ, ([[πάσχω]], [[πείσομαι]])<br><span class="bld">A</span> = [[πάθος]], Hp.''Loc.Hom.'' 1, Sor.2.3, Gal.1.141; ἡ χολέρα π. τοῦ στομάχου Cass.''Pr.''59, cf. Alex.Aphr.''Pr.'' 1.138: generally, [[affection]], [[susceptibility]], κινήσεις καὶ π. ψυχῆς Ph.1.617; <b class="b3">αἰσθητικαί, σωματικαὶ π.</b>, M.Ant.3.6, 7.55; πείσεων καὶ παθῶν S.E.''M.''7.384; <b class="b3">ποίησίν τε καὶ π.</b> Plot.3.1.4, cf. 3.6.7, al.<br><span class="bld">II</span> ([[πειθώ]] [[persuasion]], Id.2.9.14(pl.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0547.png Seite 547]] ἡ, = [[πάθος]], Hipp.; bei spätern Philosophen hießen πείσεις bes. die mäßigern u. edlern Leidenschaften, S. Emp. öfter, ἐκ τῶν περὶ αὐτῷ πείσεων καὶ παθῶν, adv. log. 1, 384; vgl. M. Ant. 3, 6. ἡ, Überredung, Sp.
}}
{{elnl
|elnltext=πεῖσις -εως, ἡ [πάσχω] geneesk. ziekte.
}}
{{elru
|elrutext='''πεῖσις:''' εως ἡ [[πάσχω]] филос. душевное волнение, эмоция Sext.
}}
{{ls
|lstext='''πεῖσις''': -εως, ἡ, ([[πάσχω]], [[πείσομαι]]) = [[πάθος]], Ἱππ. 408. 26, Γαλην., κλ.· - παρὰ μεταγεν. φιλοσόφοις πείσεις καλοῦνται τὰ λεπτότερα καὶ ἠπιώτερα αἰσθήματα, αἱ ὁρμαί, Φίλων 1. 617, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 383, κτλ., ἴδε Gataker εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 6.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />, Α<br /><b>1.</b> το [[πάθος]], το [[νόσημα]], η [[ασθένεια]] («πᾶν τὸ [[σῶμα]] αἰσθήσεται τὴν πεῖσιν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πείσεις</i><br /><b>μτφ.</b> οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα του ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις της ψυχής», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πάσχω]].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α [[πείθω]]<br />η [[πειθώ]], η κατάπειση.
}}
{{trml
|trtx====[[affliction]]===
Armenian: վիշտ; Bulgarian: болка, измъчване, огорчение; Chinese Cantonese: 痛苦; Mandarin: 痛苦; Dutch: [[lijden]], [[pijn]]; Esperanto: aflikto; Finnish: kärsimys, tuska; French: [[affliction]], [[détresse]]; Galician: anoto; German: [[Leiden]], [[Behinderung]]; Gothic: 𐍃𐌻𐌰𐌷𐍃, 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: [[συμφορά]], [[βάσανο]]; Ancient Greek: [[ἀπόκναισις]], [[ἄχεα]], [[ἄχη]], [[ἀχθηδών]], [[ἄχος]], [[δυηπάθια]], [[δυηπαθίη]], [[δυσπάθεια]], [[δυσπαθία]], [[δυσχέρημα]], [[ἔκθλιψις]], [[ἔτασις]], [[θλῖψις]], [[κακοπάθεια]], [[κακοπαθία]], [[καταπόνησις]], [[λύπη]], [[μέρμηρα]], [[ξυνοχή]], [[πεῖσις]], [[πένθος]], [[πωρητύς]], [[σαββώ]], [[συνοχή]], [[συντριβή]], [[σύντριμμα]], [[συντριμμός]], [[τὰ δύσφορα]]; Irish: angar, galar, doilíos; Italian: [[afflizione]]; Ladino: afrision, afriisyon; Malay: kepayahan; Plautdietsch: Älent; Polish: cierpienie, przypadłość, afekcja; Portuguese: [[aflição]]; Russian: [[страдание]], [[печаль]], [[огорчение]], [[боль]], [[горе]], [[мучение]]; Serbo-Croatian: patnja, trpljenje; Spanish: [[aflicción]], [[tribulación]], [[quebranto]]; Turkish: ızdırap, dert, keder
}}
}}

Latest revision as of 17:51, 26 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεῖσις Medium diacritics: πεῖσις Low diacritics: πείσις Capitals: ΠΕΙΣΙΣ
Transliteration A: peîsis Transliteration B: peisis Transliteration C: peisis Beta Code: pei=sis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (πάσχω, πείσομαι)
A = πάθος, Hp.Loc.Hom. 1, Sor.2.3, Gal.1.141; ἡ χολέρα π. τοῦ στομάχου Cass.Pr.59, cf. Alex.Aphr.Pr. 1.138: generally, affection, susceptibility, κινήσεις καὶ π. ψυχῆς Ph.1.617; αἰσθητικαί, σωματικαὶ π., M.Ant.3.6, 7.55; πείσεων καὶ παθῶν S.E.M.7.384; ποίησίν τε καὶ π. Plot.3.1.4, cf. 3.6.7, al.
II (πειθώ persuasion, Id.2.9.14(pl.).

German (Pape)

[Seite 547] ἡ, = πάθος, Hipp.; bei spätern Philosophen hießen πείσεις bes. die mäßigern u. edlern Leidenschaften, S. Emp. öfter, ἐκ τῶν περὶ αὐτῷ πείσεων καὶ παθῶν, adv. log. 1, 384; vgl. M. Ant. 3, 6. ἡ, Überredung, Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεῖσις -εως, ἡ [πάσχω] geneesk. ziekte.

Russian (Dvoretsky)

πεῖσις: εως ἡ πάσχω филос. душевное волнение, эмоция Sext.

Greek (Liddell-Scott)

πεῖσις: -εως, ἡ, (πάσχω, πείσομαι) = πάθος, Ἱππ. 408. 26, Γαλην., κλ.· - παρὰ μεταγεν. φιλοσόφοις πείσεις καλοῦνται τὰ λεπτότερα καὶ ἠπιώτερα αἰσθήματα, αἱ ὁρμαί, Φίλων 1. 617, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 383, κτλ., ἴδε Gataker εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 6.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
1. το πάθος, το νόσημα, η ασθένεια («πᾶν τὸ σῶμα αἰσθήσεται τὴν πεῖσιν», Ιπποκρ.)
2. στον πληθ. αἱ πείσεις
μτφ. οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα του ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις της ψυχής», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάσχω.
(II)
ἡ, Α πείθω
η πειθώ, η κατάπειση.

Translations

affliction

Armenian: վիշտ; Bulgarian: болка, измъчване, огорчение; Chinese Cantonese: 痛苦; Mandarin: 痛苦; Dutch: lijden, pijn; Esperanto: aflikto; Finnish: kärsimys, tuska; French: affliction, détresse; Galician: anoto; German: Leiden, Behinderung; Gothic: 𐍃𐌻𐌰𐌷𐍃, 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: συμφορά, βάσανο; Ancient Greek: ἀπόκναισις, ἄχεα, ἄχη, ἀχθηδών, ἄχος, δυηπάθια, δυηπαθίη, δυσπάθεια, δυσπαθία, δυσχέρημα, ἔκθλιψις, ἔτασις, θλῖψις, κακοπάθεια, κακοπαθία, καταπόνησις, λύπη, μέρμηρα, ξυνοχή, πεῖσις, πένθος, πωρητύς, σαββώ, συνοχή, συντριβή, σύντριμμα, συντριμμός, τὰ δύσφορα; Irish: angar, galar, doilíos; Italian: afflizione; Ladino: afrision, afriisyon; Malay: kepayahan; Plautdietsch: Älent; Polish: cierpienie, przypadłość, afekcja; Portuguese: aflição; Russian: страдание, печаль, огорчение, боль, горе, мучение; Serbo-Croatian: patnja, trpljenje; Spanish: aflicción, tribulación, quebranto; Turkish: ızdırap, dert, keder