ληματιάω: Difference between revisions
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=limatiao | |Transliteration C=limatiao | ||
|Beta Code=lhmatia/w | |Beta Code=lhmatia/w | ||
|Definition=[[ | |Definition=to [[be high-spirited]], [[varia lectio|v.l.]] in Ar.l.c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0039.png Seite 39]] willenskräftig, entschlossen sein, ληματιᾷς καὶ [[ἀνδρεῖος]] εἶ, Ar. Ran. 494, wo der Schol. aber auch [[ληματίας]] als Lesart anführt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0039.png Seite 39]] willenskräftig, entschlossen sein, ληματιᾷς καὶ [[ἀνδρεῖος]] εἶ, Ar. Ran. 494, wo der Schol. aber auch [[ληματίας]] als Lesart anführt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ληματιῶ]] :<br />[[avoir une volonté forte]], [[énergique]], [[résolue]].<br />'''Étymologie:''' [[λῆμα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λημᾰτιάω:''' (только praes.) быть отважным Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λημᾰτιάω''': ([[λῆμα]]) ἔχω [[λῆμα]], θάρρος, τόλμην, εἶμαι [[εὔτολμος]], ἀποφασιστικός, μεγαλοφρονῶ, ληματιᾷς Ἀριστοφ. Βάτρ. 494, μὲ διάφ. γραφ. ληματίας, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ [[φρονηματίας]], [[μεγαλόφρων]], καὶ ὁ Κύριλλ. δι’ [[αὐτοῦ]] ἑρμηνεύει τὸ κατοιόμενος. | |lstext='''λημᾰτιάω''': ([[λῆμα]]) ἔχω [[λῆμα]], θάρρος, τόλμην, εἶμαι [[εὔτολμος]], ἀποφασιστικός, μεγαλοφρονῶ, ληματιᾷς Ἀριστοφ. Βάτρ. 494, μὲ διάφ. γραφ. ληματίας, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ [[φρονηματίας]], [[μεγαλόφρων]], καὶ ὁ Κύριλλ. δι’ [[αὐτοῦ]] ἑρμηνεύει τὸ κατοιόμενος. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λημᾰτιάω:''' ([[λῆμα]]), μόνο στον ενεστ., [[μεγαλοφρονώ]], είμαι [[αποφασιστικός]], έχω [[θάρρος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''λημᾰτιάω:''' ([[λῆμα]]), μόνο στον ενεστ., [[μεγαλοφρονώ]], είμαι [[αποφασιστικός]], έχω [[θάρρος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λημᾰτιάω, [[λῆμα]]<br />to be [[high]]-[[spirited]], [[resolute]], Ar. only in pres.] | |mdlsjtxt=λημᾰτιάω, [[λῆμα]]<br />to be [[high]]-[[spirited]], [[resolute]], Ar. only in pres.] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:26, 29 May 2024
English (LSJ)
to be high-spirited, v.l. in Ar.l.c.
German (Pape)
[Seite 39] willenskräftig, entschlossen sein, ληματιᾷς καὶ ἀνδρεῖος εἶ, Ar. Ran. 494, wo der Schol. aber auch ληματίας als Lesart anführt.
French (Bailly abrégé)
ληματιῶ :
avoir une volonté forte, énergique, résolue.
Étymologie: λῆμα.
Russian (Dvoretsky)
λημᾰτιάω: (только praes.) быть отважным Arph.
Greek (Liddell-Scott)
λημᾰτιάω: (λῆμα) ἔχω λῆμα, θάρρος, τόλμην, εἶμαι εὔτολμος, ἀποφασιστικός, μεγαλοφρονῶ, ληματιᾷς Ἀριστοφ. Βάτρ. 494, μὲ διάφ. γραφ. ληματίας, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ φρονηματίας, μεγαλόφρων, καὶ ὁ Κύριλλ. δι’ αὐτοῦ ἑρμηνεύει τὸ κατοιόμενος.
Greek Monotonic
λημᾰτιάω: (λῆμα), μόνο στον ενεστ., μεγαλοφρονώ, είμαι αποφασιστικός, έχω θάρρος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
λημᾰτιάω, λῆμα
to be high-spirited, resolute, Ar. only in pres.]