καταδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katadateomai
|Transliteration C=katadateomai
|Beta Code=katadate/omai
|Beta Code=katadate/omai
|Definition=fut. καταδάσομαι (v. infr.):—Med.,<br><span class="bld">A</span> [[divide among themselves]], [[tear and devour]], κύνες κατὰ πάντα δάσονται Il.22.354:—Pass., <b class="b3">ὑπ' ἰχθύων καταδασθῆναι</b> ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[κατεδεσθῆναι]]) Luc.''Demon.'' 35; <b class="b3">καταδέδασται· καταβέβρωται, καταμεμέρισται</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα</b> [[divided]], [[allotted]] it, ''Tab.Heracl.''2.28.
|Definition=fut. καταδάσομαι (v. infr.):—Med.,<br><span class="bld">A</span> [[divide among themselves]], [[tear and devour]], κύνες κατὰ πάντα δάσονται Il.22.354:—Pass., <b class="b3">ὑπ' ἰχθύων καταδασθῆναι</b> ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[κατεδεσθῆναι]]) Luc.''Demon.'' 35; καταδέδασται· καταβέβρωται, καταμεμέρισται, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα</b> [[divided]], [[allotted]] it, ''Tab.Heracl.''2.28.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατα-δατέομαι verscheuren, verslinden.
|elnltext=κατα-δατέομαι [[verscheuren]], [[verslinden]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 09:47, 6 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδᾰτέομαι Medium diacritics: καταδατέομαι Low diacritics: καταδατέομαι Capitals: ΚΑΤΑΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: katadatéomai Transliteration B: katadateomai Transliteration C: katadateomai Beta Code: katadate/omai

English (LSJ)

fut. καταδάσομαι (v. infr.):—Med.,
A divide among themselves, tear and devour, κύνες κατὰ πάντα δάσονται Il.22.354:—Pass., ὑπ' ἰχθύων καταδασθῆναι (nisi leg. κατεδεσθῆναι) Luc.Demon. 35; καταδέδασται· καταβέβρωται, καταμεμέρισται, Hsch.
II τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα divided, allotted it, Tab.Heracl.2.28.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δατέομαι verscheuren, verslinden.

Greek Monotonic

καταδατέομαι: μέλ. -δάσομαι [ᾰ], Μέσ., μοιράζομαι κάτι μαζί με άλλους, σχίζω και καταβροχθίζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek Monolingual

καταδατοῦμαι, καταδατέομαι (Α)
1. μοιράζομαι τροφή με άλλους
2. κατασπαράζω
3. διανέμω, μοιράζω («τὰν γᾱν κατεδασσάμεθα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δατοῦμαι «μοιράζομαι κάτι με άλλους»].

Greek (Liddell-Scott)

καταδατέομαι: μέλλ. -δάσομαι, Μέσ.:- μοιράζομαί τι μετ’ ἄλλων, κατασπαράττω, καταβιβρώσκω, ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται Ἰλ. Χ. 354. - Παθ., ὑπ’ ἰχθύων καταδασθῆναι (Κόβητος κατεδεσθῆναι) Λουκ. Δημώνακτος βίος 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καταδέδασται· καταβέβρωται. καταμεμέρισται». ΙΙ. τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα, ἐκ νέου κατεμερίσαμεν, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 28· πρβλ. προσδατέομαι.

Middle Liddell

fut. -δάσομαι
Mid. to divide among themselves, tear and devour, Il.