σπυράς: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - " αττιξ " to " ''Att.'' ")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spyras
|Transliteration C=spyras
|Beta Code=spura/s
|Beta Code=spura/s
|Definition=Att. σφῠράς, άδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ball of dung]], such as that of sheep or goats: hence in pl., <b class="b3">σφυράδων ἀποκνίσματα</b> scraps of <b class="b2">sheep's</b> or <b class="b2">goats' dung</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>790</span>, cf. Sch., Hsch.s.v. [[σφυράδες]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Medic., [[pill]], τρεῖς σπυράδας <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.147</span>.—Cf. <b class="b3">σπύραθος</b>.</span>
|Definition=Att. [[σφυράς]], άδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[ball of dung]], such as that of sheep or goats: hence in plural, <b class="b3">σφυράδων ἀποκνίσματα</b> scraps of [[sheep's]] or [[goats' dung]], Ar.''Pax''790, cf. Sch., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[σφυράδες]].<br><span class="bld">2</span> Medic., [[pill]], τρεῖς σπυράδας Hp.''Mul.''2.147.—Cf. [[σπύραθος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0926.png Seite 926]] άδος, ἡ, = [[σπύραθος]], Hippocr., vgl. [[σφυράς]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0926.png Seite 926]] άδος, ἡ, = [[σπύραθος]], Hippocr., vgl. [[σφυράς]].
}}
{{ls
|lstext='''σπῠράς''': Ἀττ. [[σφυράς]], -άδος, ἡ, [[σφαιρίδιον]] κόπρου, ὡς [[εἶναι]] ἡ [[κόπρος]] τῶν προβάτων καὶ αἰγῶν, «κακαράντζα», [[ὅθεν]] ἐν τῷ πληθ., σφυράδων ἀποκνίσματα, ἀποξύσματα ἐκ κόπρου προβάτων ἢ αἰγῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. Ἡσύχ.˙ μεταφορ., [[καταπότιον]] ίατρικόν, [[τρεῖς]] σπυράδας Ἱππ. 657. 24. - Πρβλ. [[σπύραθος]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />crotte de chèvre <i>ou</i> de brebis.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σπαίρω]].
|btext=άδος (ἡ) :<br />crotte de chèvre <i>ou</i> de brebis.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σπαίρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σπυράς zie σφυράς.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''σπῠράς:''' Αττ. [[σφυράς]], <i>-[[άδος]]</i>, <i>ἡ</i>, [[σβώλος]] κοπριάς, όπως αυτής των προβάτων και των κατσικιών· πληθ., [[κοπριά]], [[καβαλίνα]] προβάτου ή κατσίκας, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σπῠράς:''' Αττ. [[σφυράς]], <i>-[[άδος]]</i>, <i>ἡ</i>, [[σβώλος]] κοπριάς, όπως αυτής των προβάτων και των κατσικιών· πληθ., [[κοπριά]], [[καβαλίνα]] προβάτου ή κατσίκας, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=σπυράς zie σφυράς.
|lstext='''σπῠράς''': Ἀττ. [[σφυράς]], -άδος, ἡ, [[σφαιρίδιον]] κόπρου, ὡς [[εἶναι]] ἡ [[κόπρος]] τῶν προβάτων καὶ αἰγῶν, «κακαράντζα», [[ὅθεν]] ἐν τῷ πληθ., σφυράδων ἀποκνίσματα, ἀποξύσματα ἐκ κόπρου προβάτων ἢ αἰγῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. Ἡσύχ.˙ μεταφορ., [[καταπότιον]] ίατρικόν, [[τρεῖς]] σπυράδας Ἱππ. 657. 24. - Πρβλ. [[σπύραθος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σπῠράς, αττιξ [[σφυράς]], άδος,<br />a [[ball]] of [[dung]], as that of [[sheep]] or goats: pl. sheeps' or goats' [[dung]], Ar.
|mdlsjtxt=σπῠράς, ''Att.'' [[σφυράς]], άδος,<br />a [[ball]] of [[dung]], as that of [[sheep]] or goats: pl. sheeps' or goats' [[dung]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 18:41, 7 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῠράς Medium diacritics: σπυράς Low diacritics: σπυράς Capitals: ΣΠΥΡΑΣ
Transliteration A: spyrás Transliteration B: spyras Transliteration C: spyras Beta Code: spura/s

English (LSJ)

Att. σφυράς, άδος, ἡ,
A ball of dung, such as that of sheep or goats: hence in plural, σφυράδων ἀποκνίσματα scraps of sheep's or goats' dung, Ar.Pax790, cf. Sch., Hsch. s.v. σφυράδες.
2 Medic., pill, τρεῖς σπυράδας Hp.Mul.2.147.—Cf. σπύραθος.

German (Pape)

[Seite 926] άδος, ἡ, = σπύραθος, Hippocr., vgl. σφυράς.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
crotte de chèvre ou de brebis.
Étymologie: DELG σπαίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπυράς zie σφυράς.

Greek Monolingual

και αττ. τ. σφυράς, -άδος, ἡ, Α
1. κομμάτι από κοπριά αιγοπροβάτων
2. χάπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σπύραθος.

Greek Monotonic

σπῠράς: Αττ. σφυράς, -άδος, , σβώλος κοπριάς, όπως αυτής των προβάτων και των κατσικιών· πληθ., κοπριά, καβαλίνα προβάτου ή κατσίκας, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σπῠράς: Ἀττ. σφυράς, -άδος, ἡ, σφαιρίδιον κόπρου, ὡς εἶναικόπρος τῶν προβάτων καὶ αἰγῶν, «κακαράντζα», ὅθεν ἐν τῷ πληθ., σφυράδων ἀποκνίσματα, ἀποξύσματα ἐκ κόπρου προβάτων ἢ αἰγῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, ἔνθα ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. Ἡσύχ.˙ μεταφορ., καταπότιον ίατρικόν, τρεῖς σπυράδας Ἱππ. 657. 24. - Πρβλ. σπύραθος.

Middle Liddell

σπῠράς, Att. σφυράς, άδος,
a ball of dung, as that of sheep or goats: pl. sheeps' or goats' dung, Ar.