ἰσοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isoforos
|Transliteration C=isoforos
|Beta Code=i)sofo/ros
|Beta Code=i)sofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bearing]] or [[drawing equal weights]], [[equal in strength]], βόες . . ἥλικες, ἰσοφόροι <span class="bibl">Od.18.373</span>; τὰ σκέλη τοῖς ὤμοις -φόρα ἔχειν <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>2.20</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> proparox., [[moving regularly]], <span class="bibl">Poll.4.97</span>.</span>
|Definition=ἰσοφόρον,<br><span class="bld">A</span> [[bearing equal weights]] or [[drawing equal weights]], [[equal in strength]], βόες.. ἥλικες, ἰσοφόροι Od.18.373; τὰ σκέλη τοῖς ὤμοις ἰσοφόρα ἔχειν X.''Smp.''2.20.<br><span class="bld">II</span> proparox., [[moving regularly]], Poll.4.97.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1268.png Seite 1268]] gleichtragend, gleich stark; βόες, die gleich ziehen, Od. 18, 373; – [[οἶνος]], starker Wein, der eben so viel beigemischtes Wasser erträgt; – ἰσόφορος, sich gleichmäßig bewegend, [[ὀρχηστής]] Poll. 4, 97.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1268.png Seite 1268]] [[gleichtragend]], [[gleich stark]]; βόες, die gleich ziehen, Od. 18, 373; – [[οἶνος]], starker Wein, der eben so viel beigemischtes Wasser erträgt; – ἰσόφορος, sich gleichmäßig bewegend, [[ὀρχηστής]] Poll. 4, 97.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui porte une charge égale à sa force]], <i>càd</i> [[fort]], [[robuste]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοφόρος:''' [[выносящий одинаковую тяжесть]], т. е. [[одинаково сильный]] ([[βόες]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσοφόρος''': -ον, φέρων ἢ ἕλκων ἴσα βάρη, [[ἴσος]] κατὰ τὴν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, βόες… ἥλικες, ἰσοφόροι Ὀδ. Σ. 373. ΙΙ. προπαροξ., [[ἰσοφόρος]], ἐπὶ ὀρχηστοῦ, ὁ κινούμενος κανονικῶς, [[ὁμαλῶς]], Πολυδ. Δ΄, 97.
|lstext='''ἰσοφόρος''': -ον, φέρων ἢ ἕλκων ἴσα βάρη, [[ἴσος]] κατὰ τὴν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, βόες… ἥλικες, ἰσοφόροι Ὀδ. Σ. 373. ΙΙ. προπαροξ., [[ἰσοφόρος]], ἐπὶ ὀρχηστοῦ, ὁ κινούμενος κανονικῶς, [[ὁμαλῶς]], Πολυδ. Δ΄, 97.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte une charge égale à sa force, <i>càd</i> fort, robuste.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰσόφορος, -ον (Α)<br />(για ορχηστή) αυτός που κινείται με κανονικό ρυθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεό</i>-<i>φορος φαρετρή</i>-<i>φορος</i>].<br />[[ἰσοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη «βόες ἥλικες... ἰσοφόροι», <b>Ομ.</b>Οδ)..<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δρεπανη]]-[[φόρος]], <i>καρπο</i>-[[φόρος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο συνθ. ενεργ. [[σημασία]]].
|mltxt=ἰσόφορος, -ον (Α)<br />(για ορχηστή) αυτός που κινείται με κανονικό ρυθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>θεό</i>-<i>φορος φαρετρή</i>-<i>φορος</i>].<br />[[ἰσοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη «βόες ἥλικες... ἰσοφόροι», <b>Ομ.</b>Οδ)..<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[δρεπανηφόρος]], [[καρποφόρος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο συνθ. ενεργ. [[σημασία]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰσοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη, [[ισοδύναμος]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἰσοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη, [[ισοδύναμος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοφόρος:''' выносящий одинаковую тяжесть, т. е. одинаково сильный ([[βόες]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰσο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[bearing]] or [[drawing]] [[equal]] weights, [[equal]] in [[strength]], Od.
|mdlsjtxt=ἰσο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[bearing]] or [[drawing]] [[equal]] weights, [[equal]] in [[strength]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 10 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοφόρος Medium diacritics: ἰσοφόρος Low diacritics: ισοφόρος Capitals: ΙΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: isophóros Transliteration B: isophoros Transliteration C: isoforos Beta Code: i)sofo/ros

English (LSJ)

ἰσοφόρον,
A bearing equal weights or drawing equal weights, equal in strength, βόες.. ἥλικες, ἰσοφόροι Od.18.373; τὰ σκέλη τοῖς ὤμοις ἰσοφόρα ἔχειν X.Smp.2.20.
II proparox., moving regularly, Poll.4.97.

German (Pape)

[Seite 1268] gleichtragend, gleich stark; βόες, die gleich ziehen, Od. 18, 373; – οἶνος, starker Wein, der eben so viel beigemischtes Wasser erträgt; – ἰσόφορος, sich gleichmäßig bewegend, ὀρχηστής Poll. 4, 97.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une charge égale à sa force, càd fort, robuste.
Étymologie: ἴσος, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοφόρος: выносящий одинаковую тяжесть, т. е. одинаково сильный (βόες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοφόρος: -ον, φέρων ἢ ἕλκων ἴσα βάρη, ἴσος κατὰ τὴν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, βόες… ἥλικες, ἰσοφόροι Ὀδ. Σ. 373. ΙΙ. προπαροξ., ἰσοφόρος, ἐπὶ ὀρχηστοῦ, ὁ κινούμενος κανονικῶς, ὁμαλῶς, Πολυδ. Δ΄, 97.

Greek Monolingual

ἰσόφορος, -ον (Α)
(για ορχηστή) αυτός που κινείται με κανονικό ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. θεό-φορος φαρετρή-φορος].
ἰσοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη «βόες ἥλικες... ἰσοφόροι», Ομ.Οδ)..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δρεπανηφόρος, καρποφόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργ. σημασία].

Greek Monotonic

ἰσοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη, ισοδύναμος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἰσο-φόρος, ον φέρω
bearing or drawing equal weights, equal in strength, Od.