αὗος: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὖος]], -η, -ον και [[αὗος]], -η, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ξύλα, καρπούς <b>κ.λπ.</b>) [[ξερός]], [[στεγνός]]<br /><b>2.</b> (για φύλλα) μαραμένος, [[ξερός]]<br /><b>3.</b> (για τους γέρους) αυτός που τρέμει ([[κυρίως]] από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου<br /><b>4.</b> διψασμένος<br /><b>5.</b> [[εμβρόντητος]], [[κατάπληκτος]]<br /><b>6.</b> [[απένταρος]], [[αχρήματος]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «αὖον ἀϋτεῖν» ή «...αὔειν<br />[[βγάζω]] [[ξερό]] ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τύποι <i>αὗος</i> ([[αττικός]]) και [[αὖος]] (ήδη [[ομηρικός]]) ανάγονται στο ινδοευρ. <i>sausos</i> «[[ξηρός]]» > <i>hauhos</i> > <i>auhos</i> (με ανομοιωτική σίγηση του αρχικού <i>h</i>-) > <i>hauos</i> (με [[πρόληψη]] της δασύτητας στην [[αρχή]] της λ.) > <i>αὗος</i> και [[αὖος]] (με [[ψίλωση]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <i>sausos</i> > <i>hauhos</i> > <i>hauos</i> (με σίγηση του -<i>h</i>- πιθ. λόγω ανομοιώσεως) > <i>αὗος</i> και [[αὖος]] (με [[ψίλωση]]). Ο [[ελληνικός]] τ. αντιστοιχεί [[προς]] τα λιθ. <i>saῡsos</i>, αρχ. σλαβ. <i>suchŭ</i>, αγγλοσαξον. <i>s</i><i>ē</i><i>ar</i>, μσν. γερμ. <i>s</i><i>ō</i><i>r</i> (τύποι που φέρουν τη [[σημασία]] «[[ξηρός]]» και [[επίσης]] ανάγονται σε ινδοευρ. <i>saũsos</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αὐαίνω]] και <i>αὑαίνω</i>, [[αυονή]], [[αυότης]]. | |mltxt=[[αὖος]], -η, -ον και [[αὗος]], -η, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ξύλα, καρπούς <b>κ.λπ.</b>) [[ξερός]], [[στεγνός]]<br /><b>2.</b> (για φύλλα) μαραμένος, [[ξερός]]<br /><b>3.</b> (για τους γέρους) αυτός που τρέμει ([[κυρίως]] από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου<br /><b>4.</b> διψασμένος<br /><b>5.</b> [[εμβρόντητος]], [[κατάπληκτος]]<br /><b>6.</b> [[απένταρος]], [[αχρήματος]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «αὖον ἀϋτεῖν» ή «...αὔειν<br />[[βγάζω]] [[ξερό]] ήχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τύποι <i>αὗος</i> ([[αττικός]]) και [[αὖος]] (ήδη [[ομηρικός]]) ανάγονται στο ινδοευρ. <i>sausos</i> «[[ξηρός]]» > <i>hauhos</i> > <i>auhos</i> (με ανομοιωτική σίγηση του αρχικού <i>h</i>-) > <i>hauos</i> (με [[πρόληψη]] της δασύτητας στην [[αρχή]] της λ.) > <i>αὗος</i> και [[αὖος]] (με [[ψίλωση]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <i>sausos</i> > <i>hauhos</i> > <i>hauos</i> (με σίγηση του -<i>h</i>- πιθ. λόγω ανομοιώσεως) > <i>αὗος</i> και [[αὖος]] (με [[ψίλωση]]). Ο [[ελληνικός]] τ. αντιστοιχεί [[προς]] τα λιθ. <i>saῡsos</i>, αρχ. σλαβ. <i>suchŭ</i>, αγγλοσαξον. <i>s</i><i>ē</i><i>ar</i>, μσν. γερμ. <i>s</i><i>ō</i><i>r</i> (τύποι που φέρουν τη [[σημασία]] «[[ξηρός]]» και [[επίσης]] ανάγονται σε ινδοευρ. <i>saũsos</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αὐαίνω]] και <i>αὑαίνω</i>, [[αυονή]], [[αυότης]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[thirsty]]=== | |||
Albanian: etur; Arabic: عَطْشَان, ظَمْآن; Egyptian Arabic: عطشان; Hijazi Arabic: عطشان; Armenian: ծարավ; Aromanian: sitos; Aymara: phara, waña; Azerbaijani: susuz; Bashkir: һыуһаған; Belarusian: які́ хоча піць; Bengali: তৃষ্ণার্ত, পিয়াসী; Bikol Central: paha; Bulgarian: жаден; Burmese: ရေငတ်, ရေဆာ; Catalan: assedegat, sedejant, sedegós,: tenir set; Chinese Cantonese: [[口渴]], [[頸渴]], [[颈渴]]; Hakka: 嘴渴, 肚渴; Hokkien: 喙焦; Mandarin: [[渴]], [[口渴]]; Czech: žíznivý; Danish: tørstig; Dutch: [[dorstig]]; Esperanto: soifanta; Finnish: janoinen; French:: avoir soif, assoiffé; Galician:: ter sede; Gallurese: sititu; Georgian: მწყურვალი, მოწყურებული; German: [[durstig]]; Greek: [[διψασμένος]]; Ancient Greek: [[αὖος]], [[αὗος]], [[διψακερός]], [[διψαλέος]], [[διψηρός]], [[διψητικός]], [[δίψιος]], [[διψώδης]], [[διψῶν]], [[ἔξαυος]], [[πρόσδιψος]]; Hebrew: צָמֵא; Hindi: प्यासा, तिश्ना; Hungarian: szomjas; Icelandic: þyrstur; Ido: durstoza; Indonesian: haus; Italian: [[assetato]],: [[avere sete]]; Japanese: 喉が渇いた; Kazakh: сусаған, шөлдеген; Khmer: ស្រេកទឹក; Korean: 목마르다, 갈증나다; Kurdish Central Kurdish: تینوو; Northern Kurdish: tî, têhnî; Kyrgyz: суусаган, чанкаган; Lao: ຫິວນ້ຳ, ຢາກນ້ຳ; Latin: [[sitiens]], [[siccus]], [[sitibundus]]; Latvian: izslāpis; Lithuanian: ištroškęs; Luxembourgish: duuschtereg; Macedonian: жеден; Malay: dahaga, haus; Maori: matewai, hiawai; Marathi: तहानलेला, तहानलेले, तहानलेली; Mongolian Cyrillic: ангасан; Nahuatl: āmiqui; Norwegian Bokmål: tørst; Nynorsk: tørst; Occitan: assedat,: aver set; Odia: ଶୋଷିଲା, ତୃଷିତ; Old Church Slavonic Cyrillic: жѩдьнъ; Old English: þurstiġ, þyrstan; Old Norse: þyrstr; Persian: تشنه; Plautdietsch: darschtich; Polish: spragniony; Portuguese: [[sequioso]], [[sedento]], [[com sede]]; Quechua: yarqa; Romanian: setos, însetat,: i fi sete; Romansh:: avair said; Russian: [[жаждущий]], [[томимый жаждой]], [[хотеть пить]]; Sardinian: assididu; Campidanese: sídiu; Logudorese: sídiu; Sassarese: settiu; Serbo-Croatian Cyrillic: жедан; Roman: žédan; Sicilian: assitatu; Slovak: smädný; Slovene: žejen; Spanish: [[sediento]],: [[tener sed]]; Swedish: törstig, törstande; Tagalog: uhaw; Tajik: ташна; Tatar: сусаган; Tausug: malanggang; Thai: กระหาย; Tibetan: ཁ་བསྐོམས; Tocharian B: yokaitse; Turkish: susuz; Turkmen: teşne, suwsan; Ukrainian: спраглий; Urdu: پیاسا; Uyghur: ئۇسسىغان, ئۇسسىماق, چاڭقىماق; Uzbek: chanqagan, tashna; Venetian: arsirà; Vietnamese: khát; Welsh: sychedig; White Yiddish: דאָרשטיק; Zhuang: hozhawq, hozgan | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 19 September 2024
French (Bailly abrégé)
att. c. αὖος.
Greek Monolingual
αὖος, -η, -ον και αὗος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)
1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός
2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός
3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου
4. διψασμένος
5. εμβρόντητος, κατάπληκτος
6. απένταρος, αχρήματος
7. φρ. «αὖον ἀϋτεῖν» ή «...αὔειν
βγάζω ξερό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι αὗος (αττικός) και αὖος (ήδη ομηρικός) ανάγονται στο ινδοευρ. sausos «ξηρός» > hauhos > auhos (με ανομοιωτική σίγηση του αρχικού h-) > hauos (με πρόληψη της δασύτητας στην αρχή της λ.) > αὗος και αὖος (με ψίλωση). Κατ' άλλη άποψη, sausos > hauhos > hauos (με σίγηση του -h- πιθ. λόγω ανομοιώσεως) > αὗος και αὖος (με ψίλωση). Ο ελληνικός τ. αντιστοιχεί προς τα λιθ. saῡsos, αρχ. σλαβ. suchŭ, αγγλοσαξον. sēar, μσν. γερμ. sōr (τύποι που φέρουν τη σημασία «ξηρός» και επίσης ανάγονται σε ινδοευρ. saũsos).
ΠΑΡ. αρχ. αὐαίνω και αὑαίνω, αυονή, αυότης.
Translations
thirsty
Albanian: etur; Arabic: عَطْشَان, ظَمْآن; Egyptian Arabic: عطشان; Hijazi Arabic: عطشان; Armenian: ծարավ; Aromanian: sitos; Aymara: phara, waña; Azerbaijani: susuz; Bashkir: һыуһаған; Belarusian: які́ хоча піць; Bengali: তৃষ্ণার্ত, পিয়াসী; Bikol Central: paha; Bulgarian: жаден; Burmese: ရေငတ်, ရေဆာ; Catalan: assedegat, sedejant, sedegós,: tenir set; Chinese Cantonese: 口渴, 頸渴, 颈渴; Hakka: 嘴渴, 肚渴; Hokkien: 喙焦; Mandarin: 渴, 口渴; Czech: žíznivý; Danish: tørstig; Dutch: dorstig; Esperanto: soifanta; Finnish: janoinen; French:: avoir soif, assoiffé; Galician:: ter sede; Gallurese: sititu; Georgian: მწყურვალი, მოწყურებული; German: durstig; Greek: διψασμένος; Ancient Greek: αὖος, αὗος, διψακερός, διψαλέος, διψηρός, διψητικός, δίψιος, διψώδης, διψῶν, ἔξαυος, πρόσδιψος; Hebrew: צָמֵא; Hindi: प्यासा, तिश्ना; Hungarian: szomjas; Icelandic: þyrstur; Ido: durstoza; Indonesian: haus; Italian: assetato,: avere sete; Japanese: 喉が渇いた; Kazakh: сусаған, шөлдеген; Khmer: ស្រេកទឹក; Korean: 목마르다, 갈증나다; Kurdish Central Kurdish: تینوو; Northern Kurdish: tî, têhnî; Kyrgyz: суусаган, чанкаган; Lao: ຫິວນ້ຳ, ຢາກນ້ຳ; Latin: sitiens, siccus, sitibundus; Latvian: izslāpis; Lithuanian: ištroškęs; Luxembourgish: duuschtereg; Macedonian: жеден; Malay: dahaga, haus; Maori: matewai, hiawai; Marathi: तहानलेला, तहानलेले, तहानलेली; Mongolian Cyrillic: ангасан; Nahuatl: āmiqui; Norwegian Bokmål: tørst; Nynorsk: tørst; Occitan: assedat,: aver set; Odia: ଶୋଷିଲା, ତୃଷିତ; Old Church Slavonic Cyrillic: жѩдьнъ; Old English: þurstiġ, þyrstan; Old Norse: þyrstr; Persian: تشنه; Plautdietsch: darschtich; Polish: spragniony; Portuguese: sequioso, sedento, com sede; Quechua: yarqa; Romanian: setos, însetat,: i fi sete; Romansh:: avair said; Russian: жаждущий, томимый жаждой, хотеть пить; Sardinian: assididu; Campidanese: sídiu; Logudorese: sídiu; Sassarese: settiu; Serbo-Croatian Cyrillic: жедан; Roman: žédan; Sicilian: assitatu; Slovak: smädný; Slovene: žejen; Spanish: sediento,: tener sed; Swedish: törstig, törstande; Tagalog: uhaw; Tajik: ташна; Tatar: сусаган; Tausug: malanggang; Thai: กระหาย; Tibetan: ཁ་བསྐོམས; Tocharian B: yokaitse; Turkish: susuz; Turkmen: teşne, suwsan; Ukrainian: спраглий; Urdu: پیاسا; Uyghur: ئۇسسىغان, ئۇسسىماق, چاڭقىماق; Uzbek: chanqagan, tashna; Venetian: arsirà; Vietnamese: khát; Welsh: sychedig; White Yiddish: דאָרשטיק; Zhuang: hozhawq, hozgan