άθραυστος: Difference between revisions

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄθραυστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν θραύστηκε, [[ατσάκιστος]], [[άσπαστος]], [[ακέραιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν θραύεται ή δεν μπορεί να θραυστεί, [[αδιάλυτος]], [[ανθεκτικός]], [[γερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> [[θραυστός]] <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄθραυστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν θραύστηκε, [[ατσάκιστος]], [[άσπαστος]], [[ακέραιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν θραύεται ή δεν μπορεί να θραυστεί, [[αδιάλυτος]], [[ανθεκτικός]], [[γερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> [[θραυστός]] <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]].
}}
{{trml
|trtx====[[indestructible]]===
Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: [[onverwoestbaar]]; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: [[indestructible]]; Galician: indestruible; German: [[unzerstörbar]], [[unvernichtbar]]; Greek: [[άφθαρτος]], [[ακατάλυτος]], [[άθραυστος]], [[ανθεκτικός]], [[ακατάστρεπτος]], [[ακατεδάφιστος]], [[άτρωτος]], [[ακατανίκητος]]; Ancient Greek: [[ἀδαμάντινος]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀδιάλυτος]], [[ἀδιασκέδαστος]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἄθραυστος]], [[ἄθρυπτος]], [[ἀκάαπτον]], [[ἀκαθαίρετος]], [[ἀκατάβλητος]], [[ἀκατάλυτος]], [[ἀκαταπόνητος]], [[ἀκατάργητος]], [[ἀκατάστρεπτος]], [[ἀκήρατος]], [[ἄλυτος]], [[ἀμαράντινος]], [[ἀμετάληπτος]], [[ἀναπόθετος]], [[ἀνεξάλειπτος]], [[ἀνώλεθρος]], [[ἄρρηκτος]], [[ἀσύντριπτος]], [[ἀτειρής]], [[ἄτριστος]], [[ἄφθιτος]]; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: [[indistruttibile]]; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: [[indelebilis]]; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: [[indestrutível]]; Romanian: indestructibil; Russian: [[нерушимый]], [[неразрушимый]]; Spanish: [[indestructible]]; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний
}}
}}

Latest revision as of 05:43, 25 September 2024

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄθραυστος, -ον)
1. αυτός που δεν θραύστηκε, ατσάκιστος, άσπαστος, ακέραιος
2. αυτός που δεν θραύεται ή δεν μπορεί να θραυστεί, αδιάλυτος, ανθεκτικός, γερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητικό + θραυστός < θραύω.

Translations

indestructible

Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, άθραυστος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος, ακατανίκητος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний