ἀμετάληπτος
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
ἀμετάληπτον, not to be substituted, A.D.Pron.8.19, 46.28.
Spanish (DGE)
-ον
I de palabras
1 no sustituible por εἰς ταῦτα A.D.Pron.8.19, cf. 46.28.
2 sin equivalente, sin paralelo ἀμετάφραστος κατὰ τοὺς παλαιοὺς καὶ ἀ. Eust.490.38, cf. 1793.16.
II del αἰθήρ indestructible op. φθαρτός Ach.Tat.Intr.Arat.5.
German (Pape)
[Seite 122] unbegreiflich, unverständlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάληπτος: -ον, ὁ μὴ ἀντικαθιστάμενος δι’ ἄλλης λέξεως, ὁ μὴ ἑρμηνευόμενος δι’ ἄλλης ὁμωνύμου λέξεως, «ἀμετάληπτον ἤγουν μὴ δυνάμενον μεταληφθῆναι εἰς ἐφερμηνευτικὴν ἑτέραν λέξιν» (Εὐστ. 777), τὰ δὲ ἄρθρα ἀμετάληπτα Ἀπολλ. περὶ Ἀντωνυμίας 8.
Greek Monolingual
-ον (Α ἀμετάληπτος) μεταλαμβάνω
νεοελλ.
αυτός που δεν πήρε τη θεία μετάληψη, αμετάλαβος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από άλλον και, ειδικά για λέξεις, αυτή που δεν μπορεί να αποδοθεί με άλλη λέξη και που κατ’ ουσία μένει αμετάφραστη.
Translations
indestructible
Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, άθραυστος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος, ακατανίκητος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний