κελαδεινός: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "( " to "(") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κελαδεινός -ή -όν [κέλαδος] Aeol. κελαδεννός luidklinkend; subst. ἡ κελαδεινή de luidklinkende ( [[epithet]] van Artemis). | |elnltext=κελαδεινός -ή -όν [κέλαδος] Aeol. κελαδεννός luidklinkend; subst. ἡ κελαδεινή de luidklinkende ([[epithet]] van Artemis). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 12:19, 13 October 2024
English (LSJ)
κελαδεινή, κελαδεινόν, sounding, noisy, Ζέφυρος Il.23.208; Ἄρτεμις 16.183 (παρὰ τὸν γιγνόμενον ἐν τοῖς κυνηγίοις κέλαδον Sch. ad loc.); and so κελαδεινή alone, Il.21.511; of Dionysus, AP9.524.11; αὐλῶνες h.Merc.95; σῦριγξ Opp.H.5.455: neuter plural as adverb, ποταμοὶ κελαδεινὰ ῥέοντες A.R.3.532:—Pi. has Aeol. form κελαδεννός, ἔπεα κ. highsounding verses, P.3.113; ὀμφά Pae.5.46; κ. Χάριτες the loud-voiced Charites, P.9.89; κ. ὕβρις noisy insult, I.4(3).8.
German (Pape)
[Seite 1413] Geräusch machend, lärmend, brausend; Ζέφυρος Il. 23, 208; von der Artemis, die auf der Jagd lärmt, dah. sie auch ohne weiteren Zusatz Κελαδεινή heißt, 21, 511; auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 11); sp. D., σῦριγξ Opp. Hal. 5, 455, ποταμοὺς κελαδεινὰ ῥέοντας Ap. Rh. 3, 532. Vgl. das Folgde.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
bruyant, sonore, retentissant ; ἡ κελαδεινή (θεά) IL la déesse qui aime le bruit, càd Artémis, à cause du bruit de la chasse.
Étymologie: κέλαδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελαδεινός -ή -όν [κέλαδος] Aeol. κελαδεννός luidklinkend; subst. ἡ κελαδεινή de luidklinkende (epithet van Artemis).
Russian (Dvoretsky)
κελᾰδεινός:
1 шумный, шумливый, воющий (Ζέφυρος Hom.);
2 гулкий (αὐλῶνες HH).
English (Autenrieth)
sounding, ringing, clanging, echoing; Ζέφυρος, Il. 23.208; elsewhere, κελαδεινή, epithet of Artemis as huntress (leader of the pack), as subst., Il. 21.511.
Greek Monolingual
κελαδεινός, -ή, -όν και αιολ. τ. κελαδεννός, -ή, -όν (Α)
1. ηχηρός, θορυβώδης
2. αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -εινός (αιολ. -εννός), πρβλ. φα-εινός / φα-εννός].
Greek Monotonic
κελᾰδεινός: -ή, -όν, ηχηρός, θορυβώδης, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. της Άρτεμης, από το θόρυβο του κυνηγιού, σε Όμηρ.· Δωρ. κελαδεννός, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
κελᾰδεινός: -ή, -όν, κέλαδον προξενῶν, ἠχηρός, θορυβώδης, Ζέφυρος Ἰλ. Ψ. 208· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, «διὰ τοὺς ἐν τοῖς κυνηγεσίοις κελάδους» Εὐστ. (καλεῖται δὲ καὶ ἁπλῶς Κελαδεινὴ ἐν Ἰλ. Φ. 511)· ὡσαύτως τοῦ Βάκχου, Ἀνθ., κτλ.· αὐλῶνες κ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95· σῦριγξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 455·- ὁ Πίνδ. ἔχει Δωρ. τύπον, κελαδεννός, ἔπεα κ., στίχοι ἠχηροί, μεγάλως ἠχοῦντα ποιήματα, Π. 3. 200· κελ. Χάριτες, αἱ ἠχηρὰν φωνὴν ἔχουσαι Χάριτες, Π. 9. 158· κελ. ὕβρις, θορυβώδης προσβολή, ὕβρις, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 14 (3. 26)·- οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ποταμοὶ κελαδεννὰ ῥέοντες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 532.
Middle Liddell
κελᾰδεινός, ή, όν
sounding, noisy, Il.; epithet of Artemis, from the noise of the chase, Hom.:—doric κελαδεννός, Pind.