παλίμφημος: Difference between revisions
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - " )" to ")") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παλίμφημος -ον, Dor. παλίμφᾱμος [[[πάλιν]], [[φήμη]]] [[herroepend]]:. π. ἀοιδά (= παλινῳδία ) palinodie Eur. Ion 1096. | |elnltext=παλίμφημος -ον, Dor. παλίμφᾱμος [[[πάλιν]], [[φήμη]]] [[herroepend]]:. π. ἀοιδά (= παλινῳδία) palinodie Eur. Ion 1096. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:31, 13 October 2024
English (LSJ)
Dor. παλίμφαμος, ον,
A back-speaking, recanting, π. ἀοιδά, = παλινῳδία, a song of recantation, reproaching the male sex instead of the female, E.Ion 1096 (lyr.), cf. Med.415 sq.
II = κακόφημος, δύσφημος, λαβροσύναι Tryph.423, cf. Hsch.; π. εὐχαί Ph.2.301; ὄναρ ib.55.
German (Pape)
[Seite 449] widerrufend, widersprechend, auch mißtönend, wie δύσφημος, βλάσφημος, VLL.; παλίμφαμος ἀοιδὰ εἰς ἄνδρας ἴτω δυσκέλαδος, Eur. Ion 1096, mss. παλίμφαος; auch Tryphiod. 423 u. Philo.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίμφημος -ον, Dor. παλίμφᾱμος [πάλιν, φήμη] herroepend:. π. ἀοιδά (= παλινῳδία) palinodie Eur. Ion 1096.
Greek Monolingual
παλίμφημος, -ον (Α και δωρ. τ. παλίμφαμος, -ον)
1. αυτός που αναιρεί τα λόγια του, αυτός που ανακαλεί όσα είπε («παλίμφαμος ἀοιδά» — η παλινωδία, Ευρ.)
2. κακόφημος, δύσφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -φημος (< φήμη), πρβλ. πολύφημος].
Greek Monotonic
πᾰλίμφημος: Δωρ. -φᾱμος, -ον (φήμη), αυτός που ανακαλεί τα λόγια του, που αναιρεί, παλίμφημος ἀοιδά= παλινῳδία, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμφημος: Δωρικ. -φᾱμος, ον, ὁ ἀνακαλῶν τὰ λεχθέντα, ἔξαρνος τῶν ἰδίων λόγων, π. ἀοιδὰ = παλινῳδία, Εὐρ. Ἴων 1096, πρβλ. Μήδ. 415 κἑξ. ΙΙ. = κακόφημος, δύσφημος, Τρυφ. (ὀρθότ. Τριφ-) 423, Ἡσύχ.· π. εὐχαὶ Φίλων 2. 301.
Middle Liddell
πᾰλίμ-φημος, δοριξ πᾰλίμ-φᾱμος, ον, φήμη
back-speaking, recanting, π. ἀοιδά = παλινῳδία, Eur.