αλώνι: Difference between revisions
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἁλώνιον]], Μ και ἁλώνιν)<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> [[επίπεδος]] [[κυκλικός]] [[χώρος]] στον αγρό, όπου γίνεται το [[αλώνισμα]] τών καρπών τών δημητριακών<br /><b>2.</b> η [[εποχή]] του αλωνίσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χώρος]] του ελαιοτριβείου, όπου συνθλίβονται οι ελιές<br /><b>2.</b> [[επίπεδος]] [[χώρος]] όπου απλώνεται η [[σταφίδα]] και άλλοι καρποί για [[αποξήρανση]]<br /><b>3.</b> [[χώρος]] μικρής έκτασης<br /><b>4.</b> το [[φωτοστέφανο]] που περιβάλλει το [[πρόσωπο]] τών αγίων (<b>βλ.</b> και [[ἅλως]])<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τἄκαμε ἁλώνι», τά έκανε άνω-[[κάτω]]<br />«τον δέχτηκε σαν τη [[βροχή]] στ’ [[αλώνι]]», με [[ψυχρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλώνιον]] υποκορ. του [[ἅλων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <i>Ἁλώνιον</i> υποκορ. του αρχ. <b>μτγν.</b> ουσ. [[ἅλων]] -<i>ωνος</i>, η (= [[ἅλως]]) «[[αλώνι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλώνα]], [[αλωνάκι]], <i>αλωναριά</i>, [[αλωνάρικος]], [[αλωνάς]], [[αλωνιάρης]], [[αλωνιάτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοδίχαλο]], [[αλωνότοπος]], <i>αλωνοχώραφο</i>]. | |mltxt=αλώνι, το (AM [[ἁλώνιον]], Μ και ἁλώνιν)<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> [[επίπεδος]] [[κυκλικός]] [[χώρος]] στον αγρό, όπου γίνεται το [[αλώνισμα]] τών καρπών τών δημητριακών<br /><b>2.</b> η [[εποχή]] του αλωνίσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χώρος]] του ελαιοτριβείου, όπου συνθλίβονται οι ελιές<br /><b>2.</b> [[επίπεδος]] [[χώρος]] όπου απλώνεται η [[σταφίδα]] και άλλοι καρποί για [[αποξήρανση]]<br /><b>3.</b> [[χώρος]] μικρής έκτασης<br /><b>4.</b> το [[φωτοστέφανο]] που περιβάλλει το [[πρόσωπο]] τών αγίων (<b>βλ.</b> και [[ἅλως]])<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τἄκαμε ἁλώνι», τά έκανε άνω-[[κάτω]]<br />«τον δέχτηκε σαν τη [[βροχή]] στ’ [[αλώνι]]», με [[ψυχρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἁλώνιον]] υποκορ. του [[ἅλων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <i>Ἁλώνιον</i> υποκορ. του αρχ. <b>μτγν.</b> ουσ. [[ἅλων]] -<i>ωνος</i>, η (= [[ἅλως]]) «[[αλώνι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλώνα]], [[αλωνάκι]], <i>αλωναριά</i>, [[αλωνάρικος]], [[αλωνάς]], [[αλωνιάρης]], [[αλωνιάτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοδίχαλο]], [[αλωνότοπος]], <i>αλωνοχώραφο</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 13 October 2024
Greek Monolingual
αλώνι, το (AM ἁλώνιον, Μ και ἁλώνιν)
(νεοελλ.-μσν.)
1. επίπεδος κυκλικός χώρος στον αγρό, όπου γίνεται το αλώνισμα τών καρπών τών δημητριακών
2. η εποχή του αλωνίσματος
νεοελλ.
1. χώρος του ελαιοτριβείου, όπου συνθλίβονται οι ελιές
2. επίπεδος χώρος όπου απλώνεται η σταφίδα και άλλοι καρποί για αποξήρανση
3. χώρος μικρής έκτασης
4. το φωτοστέφανο που περιβάλλει το πρόσωπο τών αγίων (βλ. και ἅλως)
5. φρ. «τἄκαμε ἁλώνι», τά έκανε άνω-κάτω
«τον δέχτηκε σαν τη βροχή στ’ αλώνι», με ψυχρότητα
αρχ.
ἁλώνιον υποκορ. του ἅλων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ἁλώνιον υποκορ. του αρχ. μτγν. ουσ. ἅλων -ωνος, η (= ἅλως) «αλώνι».
ΠΑΡ. νεοελλ. αλώνα, αλωνάκι, αλωναριά, αλωνάρικος, αλωνάς, αλωνιάρης, αλωνιάτης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοδίχαλο, αλωνότοπος, αλωνοχώραφο].