ὀλβιόδωρος: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
(3b)
mNo edit summary
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olviodoros
|Transliteration C=olviodoros
|Beta Code=o)lbio/dwros
|Beta Code=o)lbio/dwros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bestowing bliss</b>, <b class="b3">χθών</b> (as v.l. for [[βιόδωρος]]) <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>749</span> (lyr.) ; μέθυ <span class="title">AP</span>11.60.9 (Paul. Sil.).</span>
|Definition=ὀλβιόδωρον, [[bestowing bliss]], [[χθών]] (as [[varia lectio|v.l.]] for [[βιόδωρος]]) E.''Hipp.''749 (lyr.); μέθυ ''AP''11.60.9 (Paul. Sil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0318.png Seite 318]] Glück gebend, spendend, [[χθών]], Eur. Hipp. 750.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0318.png Seite 318]] [[Glück gebend]], [[Glück spendend]], [[χθών]], Eur. Hipp. 750.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui donne le bonheur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄλβιος]], [[δῶρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλβιόδωρος:''' [[дарующий счастье]], [[щедро одаряющий]] ([[χθών]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλβιόδωρος''': -ον, ὁ δωρούμενος ὄλβον, ὁ παρέχων εὐτυχίαν, χθὼν ὀλβ. Εὐρ. Ἱππ. 750. ― [[οὕτως]], ὀλβιο-[[δώτης]], ου, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ὁ [[πάροχος]] μακαριότητος, Ὀρφ. Ὕμν. 33. 2· θηλ. -[[δῶτις]], ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 2, κτλ.
|lstext='''ὀλβιόδωρος''': -ον, ὁ δωρούμενος ὄλβον, ὁ παρέχων εὐτυχίαν, χθὼν ὀλβ. Εὐρ. Ἱππ. 750. ― [[οὕτως]], ὀλβιο-[[δώτης]], ου, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ὁ [[πάροχος]] μακαριότητος, Ὀρφ. Ὕμν. 33. 2· θηλ. -[[δῶτις]], ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 2, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui donne le bonheur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλβιος]], [[δῶρον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ὀλβιόδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), αυτός που παρέχει [[ευδαιμονία]], [[ευτυχία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὀλβιόδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), αυτός που παρέχει [[ευδαιμονία]], [[ευτυχία]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὀλβιόδωρος:''' дарующий счастье, щедро одаряющий ([[χθών]] Eur.).
|mdlsjtxt=ὀλβιό-δωρος, ον, [[δῶρον]]<br />bestowing [[bliss]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 07:56, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβιόδωρος Medium diacritics: ὀλβιόδωρος Low diacritics: ολβιόδωρος Capitals: ΟΛΒΙΟΔΩΡΟΣ
Transliteration A: olbiódōros Transliteration B: olbiodōros Transliteration C: olviodoros Beta Code: o)lbio/dwros

English (LSJ)

ὀλβιόδωρον, bestowing bliss, χθών (as v.l. for βιόδωρος) E.Hipp.749 (lyr.); μέθυ AP11.60.9 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 318] Glück gebend, Glück spendend, χθών, Eur. Hipp. 750.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne le bonheur.
Étymologie: ὄλβιος, δῶρον.

Russian (Dvoretsky)

ὀλβιόδωρος: дарующий счастье, щедро одаряющий (χθών Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβιόδωρος: -ον, ὁ δωρούμενος ὄλβον, ὁ παρέχων εὐτυχίαν, χθὼν ὀλβ. Εὐρ. Ἱππ. 750. ― οὕτως, ὀλβιο-δώτης, ου, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ὁ πάροχος μακαριότητος, Ὀρφ. Ὕμν. 33. 2· θηλ. -δῶτις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 2, κτλ.

Greek Monolingual

ὀλβιόδωρος, -ον (ΑΜ)
αυτός που χαρίζει, που παρέχει ευτυχία («ἵν' ἁ ὀλβιόδωρος αὔξει ζαθέα χθών», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό-δωρος].

Greek Monotonic

ὀλβιόδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που παρέχει ευδαιμονία, ευτυχία, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀλβιό-δωρος, ον, δῶρον
bestowing bliss, Eur.