αὐτοσίδηρος: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
m (Text replacement - ",," to ",") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftosidiros | |Transliteration C=aftosidiros | ||
|Beta Code=au)tosi/dhros | |Beta Code=au)tosi/dhros | ||
|Definition=[ῐ], Dor. αὐτοσίδαρος | |Definition=[ῐ], Dor. αὐτοσίδαρος, ον, [[of sheer iron]], <b class="b3">ἅμιλλα αὐ.</b> 'with cold steel', E.''Hel.''356 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:05, 16 October 2024
English (LSJ)
[ῐ], Dor. αὐτοσίδαρος, ον, of sheer iron, ἅμιλλα αὐ. 'with cold steel', E.Hel.356 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 402] ganz von Eisen, Eur. Hel. 356.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout de fer.
Étymologie: αὐτός, σίδηρος.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοσίδηρος: весь из железа: ἅμιλλα αὐ. Eur. удар железом.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσίδηρος: -ον, ἐξ αὐτοῦ τοῦ σιδήρου, σιδηροῦς, ἅμιλλα αὐτ., κτύπημα ξίφους, Εὐρ. Ἑλ. 356.
Greek Monolingual
αὐτοσίδηρος, -ον (Α)
φρ. «ἅμιλλα αὐτοσίδηρος» — μονομαχία με σιδερένιο σπαθί (Ευρ.).
Greek Monotonic
αὐτοσίδηρος: [ῐ], -ον, αυτός που προέρχεται από καθαρό σίδηρο, το χτύπημα του ξίφους, σε Ευρ.