δηριάομαι: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - " ," to ",") |
m (Text replacement - ",," to ",") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diriaomai | |Transliteration C=diriaomai | ||
|Beta Code=dhria/omai | |Beta Code=dhria/omai | ||
|Definition=(δῆρις) | |Definition=([[δῆρις]]) [[contend]], <b class="b3">περὶ νεκροῦ δηριάασθαι</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[δηρίσασθαι]]) Il.17.734; <b class="b3">ὥστ' ἀμφ' οὕροισι δὔ ἀνέρε δηριάασθον</b> [[wrangle]] about boundaries, 12.421: abs., ὅ τ' ἄριστοι… δηριόωντο Od.8.78; οἱ δ' αὐτοὶ δηριαάσθων Il.21.467; <b class="b3">δ. τινί</b> [[contend with]] one, A.R.4.1729.—Later Act. δηρῐάω, [[contest a prize]], Pi.''N.''11.26; δίφροι δηριόωντες A.R.1.752, cf. Opp.''C.''1.230.—From δηρίομαι (used by Pi.''O.''13.44) Hom. has aor. 1 Med. δηρίσαντο Od.8.76: 3dual aor. 1 Pass. [[δηρινθήτην]] (as if from [[δηρίνομαι]]) Il.16.756 (later δηρινθῆναι A.R.2.16, -θέντες Euph.98.3): fut. δηρίσομαι Theoc.22.70: also in aor. Act., δηρισάντοιν Thgn.995; οὐκ ἅν τοί τις ἐδήρισεν περὶ τιμῆς Theoc. 25.82, cf. Lyc.1306. [ῐ in pres.; ῑ in fut. and aor.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> [[combattre]], [[lutter par les armes]];<br /><b>2</b> [[lutter en paroles]], [[s'injurier mutuellement]].<br />'''Étymologie:''' [[δῆρις]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[δηριάω]] [[δῆρις]] [[meestal]] med. [[strijden]], [[wedijveren]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δηριάομαι''': ἀποθ. ([[δῆρις]]) [[ἀγωνίζομαι]], [[μάχομαι]], περὶ νεκροῦ δηριάασθαι (διάφ. γραφ. δηρίσασθαι) Ἰλ. Ρ. 734· ὥστ᾿ ἀμφ᾿ οὔροισι δύ᾿ ἀνέρε δηριάασθον, ἐμάχοντο περὶ τῶν συνόρων, Μ. 421· ἀπολ., ὅτ᾿ ἄριστοι… δηριόωντο Ὀδ. Θ. 78· οἱ δ᾿ αὐτοὶ δηριαάσθων Ἰλ. Φ. 467· δ. τινί, [[μάχομαι]], [[ἀγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1729.‒ Τὸ ἐνεργ. δηριάω, ἁμιλλῶμαι περὶ βραβείου, ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς μεθ᾿ Ὅμηρον ποιηταῖς, δηριῶν Πίνδ. Ν. 11. 34· δηριόωντες Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 752, πρβλ. Ὀππ. Κ. 1. 230. ‒ Ἐξ ἄλλου τύπου δηρίομαι [ῑ] (ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. Ο. 13. 63) ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει μέσ. ἀόρ. αʹ δηρίσαντο, Ὀδ. Θ. 76· γʹ δυϊκ. ἀόρ. αʹ παθ. δηρινθήτην (ὡς ἐκ ῥήμ. δηρίνομαι), Ἰλ. Π. 756· καὶ Θεόκρ. μέλλ. δηρίσομαι, 22. 70· ‒ τούτου ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Θεόγν. 995, δηρισάντοιν· ἐν Θεοκρ. 25. 82, οὐκ ἂν τοί τις ἐδήρισεν περὶ [[τιμῆς]], πρβλ. Λυκόφρ. 1306. [ῐ ἐν τῷ ἐνεστ.· ῑ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ.] | |lstext='''δηριάομαι''': ἀποθ. ([[δῆρις]]) [[ἀγωνίζομαι]], [[μάχομαι]], περὶ νεκροῦ δηριάασθαι (διάφ. γραφ. δηρίσασθαι) Ἰλ. Ρ. 734· ὥστ᾿ ἀμφ᾿ οὔροισι δύ᾿ ἀνέρε δηριάασθον, ἐμάχοντο περὶ τῶν συνόρων, Μ. 421· ἀπολ., ὅτ᾿ ἄριστοι… δηριόωντο Ὀδ. Θ. 78· οἱ δ᾿ αὐτοὶ δηριαάσθων Ἰλ. Φ. 467· δ. τινί, [[μάχομαι]], [[ἀγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1729.‒ Τὸ ἐνεργ. δηριάω, ἁμιλλῶμαι περὶ βραβείου, ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς μεθ᾿ Ὅμηρον ποιηταῖς, δηριῶν Πίνδ. Ν. 11. 34· δηριόωντες Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 752, πρβλ. Ὀππ. Κ. 1. 230. ‒ Ἐξ ἄλλου τύπου δηρίομαι [ῑ] (ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. Ο. 13. 63) ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει μέσ. ἀόρ. αʹ δηρίσαντο, Ὀδ. Θ. 76· γʹ δυϊκ. ἀόρ. αʹ παθ. δηρινθήτην (ὡς ἐκ ῥήμ. δηρίνομαι), Ἰλ. Π. 756· καὶ Θεόκρ. μέλλ. δηρίσομαι, 22. 70· ‒ τούτου ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Θεόγν. 995, δηρισάντοιν· ἐν Θεοκρ. 25. 82, οὐκ ἂν τοί τις ἐδήρισεν περὶ [[τιμῆς]], πρβλ. Λυκόφρ. 1306. [ῐ ἐν τῷ ἐνεστ.· ῑ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ.] | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[δῆρις]]), inf. δηριάασθαι, imp. δηριαάσθων, ipf. δηριόωντο, aor. δηρίσαντο, aor. [[pass]]. dep. δηρινθήτην: [[contend]]; [[mostly]] [[with]] [[arms]], τὼ περὶ Κεβριόνᾶο λέονθ' ὣς δηρινθήτην, Il. 16.756; [[less]] [[often]] [[with]] words, ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν, Od. 8.76 | |auten=([[δῆρις]]), inf. δηριάασθαι, imp. δηριαάσθων, ipf. δηριόωντο, aor. δηρίσαντο, aor. [[pass]]. dep. δηρινθήτην: [[contend]]; [[mostly]] [[with]] [[arms]], τὼ περὶ Κεβριόνᾶο λέονθ' ὣς δηρινθήτην, Il. 16.756; [[less]] [[often]] [[with]] words, ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν, Od. 8.76, Il. 12.421. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δηρῐάομαι:''' Επικ. | |lsmtext='''δηρῐάομαι:''' Επικ. γʹ δυϊκ. <i>δηριάασθον</i>, γʹ πληθ. προστ. <i>-αάσθων</i>, απαρ. <i>-άασθαι</i>, γʹ πληθ. παρατ. <i>δηριόωντο</i>· αποθ. ([[δῆρις]]), [[φιλονικώ]], [[λογομαχώ]], [[διαπληκτίζομαι]], [[καβγαδίζω]], σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[δῆρις]]<br />to [[contend]], [[wrangle]], Hom. | |mdlsjtxt=[from [[δῆρις]]<br />to [[contend]], [[wrangle]], Hom. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:05, 16 October 2024
English (LSJ)
(δῆρις) contend, περὶ νεκροῦ δηριάασθαι (v.l. δηρίσασθαι) Il.17.734; ὥστ' ἀμφ' οὕροισι δὔ ἀνέρε δηριάασθον wrangle about boundaries, 12.421: abs., ὅ τ' ἄριστοι… δηριόωντο Od.8.78; οἱ δ' αὐτοὶ δηριαάσθων Il.21.467; δ. τινί contend with one, A.R.4.1729.—Later Act. δηρῐάω, contest a prize, Pi.N.11.26; δίφροι δηριόωντες A.R.1.752, cf. Opp.C.1.230.—From δηρίομαι (used by Pi.O.13.44) Hom. has aor. 1 Med. δηρίσαντο Od.8.76: 3dual aor. 1 Pass. δηρινθήτην (as if from δηρίνομαι) Il.16.756 (later δηρινθῆναι A.R.2.16, -θέντες Euph.98.3): fut. δηρίσομαι Theoc.22.70: also in aor. Act., δηρισάντοιν Thgn.995; οὐκ ἅν τοί τις ἐδήρισεν περὶ τιμῆς Theoc. 25.82, cf. Lyc.1306. [ῐ in pres.; ῑ in fut. and aor.]
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
1 combattre, lutter par les armes;
2 lutter en paroles, s'injurier mutuellement.
Étymologie: δῆρις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δηριάω δῆρις meestal med. strijden, wedijveren.
Greek (Liddell-Scott)
δηριάομαι: ἀποθ. (δῆρις) ἀγωνίζομαι, μάχομαι, περὶ νεκροῦ δηριάασθαι (διάφ. γραφ. δηρίσασθαι) Ἰλ. Ρ. 734· ὥστ᾿ ἀμφ᾿ οὔροισι δύ᾿ ἀνέρε δηριάασθον, ἐμάχοντο περὶ τῶν συνόρων, Μ. 421· ἀπολ., ὅτ᾿ ἄριστοι… δηριόωντο Ὀδ. Θ. 78· οἱ δ᾿ αὐτοὶ δηριαάσθων Ἰλ. Φ. 467· δ. τινί, μάχομαι, ἀγωνίζομαι πρός τινα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1729.‒ Τὸ ἐνεργ. δηριάω, ἁμιλλῶμαι περὶ βραβείου, ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς μεθ᾿ Ὅμηρον ποιηταῖς, δηριῶν Πίνδ. Ν. 11. 34· δηριόωντες Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 752, πρβλ. Ὀππ. Κ. 1. 230. ‒ Ἐξ ἄλλου τύπου δηρίομαι [ῑ] (ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. Ο. 13. 63) ὁ Ὅμηρος ἔχει μέσ. ἀόρ. αʹ δηρίσαντο, Ὀδ. Θ. 76· γʹ δυϊκ. ἀόρ. αʹ παθ. δηρινθήτην (ὡς ἐκ ῥήμ. δηρίνομαι), Ἰλ. Π. 756· καὶ Θεόκρ. μέλλ. δηρίσομαι, 22. 70· ‒ τούτου ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Θεόγν. 995, δηρισάντοιν· ἐν Θεοκρ. 25. 82, οὐκ ἂν τοί τις ἐδήρισεν περὶ τιμῆς, πρβλ. Λυκόφρ. 1306. [ῐ ἐν τῷ ἐνεστ.· ῑ ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ.]
English (Autenrieth)
(δῆρις), inf. δηριάασθαι, imp. δηριαάσθων, ipf. δηριόωντο, aor. δηρίσαντο, aor. pass. dep. δηρινθήτην: contend; mostly with arms, τὼ περὶ Κεβριόνᾶο λέονθ' ὣς δηρινθήτην, Il. 16.756; less often with words, ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν, Od. 8.76, Il. 12.421.
Greek Monotonic
δηρῐάομαι: Επικ. γʹ δυϊκ. δηριάασθον, γʹ πληθ. προστ. -αάσθων, απαρ. -άασθαι, γʹ πληθ. παρατ. δηριόωντο· αποθ. (δῆρις), φιλονικώ, λογομαχώ, διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, σε Όμηρ.