ἀσυνάρτητος: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt= | |dgtxt=ἀσυνάρτητον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inconexo]], [[incoherente]] de abstr. κεφάλαια D.H.<i>Th</i>.6, λήμματα S.E.<i>P</i>.2.153, λόγος Gal.15.468, τὸ δὲ δίδου μοι τοῦτο ἀσυνάρτητον Sch.S.<i>OC</i> 1560P., cf. Sch.Ar.<i>Ra</i>.1340.<br /><b class="num">2</b> métr. [[asinárteto]] στίχοι versos compuestos de κῶλα diferentes, Heph.15, Aristid.Quint.51.2, Sch.Ar.<i>Ra</i>.1316.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀσυναρτήτως]] = [[incoherentemente]] ἐπεὶ ὁ γέρων εἶπεν ἀ. Sch.Ar.<i>Nu</i>.247, cf. Eus.<i>E.Th</i>.1.20.9<br /><b class="num">•</b>ἀ. ἐρράπτει Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.2.1.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυνάρτητος]], -ον) [[συναρτώ]]<br />αυτός που δεν έχει ειρμό, [[ασύνδετος]], [[ανακόλουθος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>(μετρ.)</b> «ἀσυνάρτητοι στίχοι» — οι στίχοι που αποτελούνται από ανομοιογενή ημιστίχια. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυνάρτητος]], -ον) [[συναρτώ]]<br />αυτός που δεν έχει ειρμό, [[ασύνδετος]], [[ανακόλουθος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>(μετρ.)</b> «ἀσυνάρτητοι στίχοι» — οι στίχοι που αποτελούνται από ανομοιογενή ημιστίχια. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[incoherent]]=== | |||
Bulgarian: несвързан, непоследователен; Catalan: incoherent; Chinese Mandarin: [[不连贯的]]; Czech: nesoudržný, nesouvislý; Danish: usammenhængende; Esperanto: nekohera; Finnish: ristiriitainen, epäjohdonmukainen; French: [[incohérent]], [[décousu]]; Galician: incoherente; German: [[inkohärent]], [[unzusammenhängend]], [[unlogisch]], [[unvereinbar]]; Greek: [[ασυνάρτητος]]; Ancient Greek: [[ἀξύστατος]], [[ἀσύνακτος]], [[ἀσυνάρτητος]], [[ἀσύστατος]], [[διάσπαστος]], [[ἐπεισοδιώδης]]; Italian: [[incoerente]], [[sconclusionato]]; Maori: parure, whakaparure, nakunaku, ngau; Polish: niekoherentny, nieścisły; Portuguese: [[incoerente]]; Russian: [[бессвязный]], [[несвязный]]; Spanish: [[incoherente]], [[inconexo]], [[deshilvanado]], [[descosido]]; Swedish: osammanhängande; Welsh: digyswllt, anghysylltiol | |||
}} | }} |
Revision as of 16:27, 16 October 2024
English (LSJ)
ἀσυνάρτητον,
A disconnected, incoherent, asynartetic, D.H.Th.6, Gal.15.468, Sch.S.OC1560.
II in Metric, ἀσυνάρτητοι στίχοι verses compounded of independent κῶλα, having or containing two different types of metre Heph.15, Sch.Ar.Ra.1316, etc.
Spanish (DGE)
ἀσυνάρτητον
I 1inconexo, incoherente de abstr. κεφάλαια D.H.Th.6, λήμματα S.E.P.2.153, λόγος Gal.15.468, τὸ δὲ δίδου μοι τοῦτο ἀσυνάρτητον Sch.S.OC 1560P., cf. Sch.Ar.Ra.1340.
2 métr. asinárteto στίχοι versos compuestos de κῶλα diferentes, Heph.15, Aristid.Quint.51.2, Sch.Ar.Ra.1316.
II adv. ἀσυναρτήτως = incoherentemente ἐπεὶ ὁ γέρων εἶπεν ἀ. Sch.Ar.Nu.247, cf. Eus.E.Th.1.20.9
•ἀ. ἐρράπτει Gr.Nyss.Hom.in Cant.2.1.6.
German (Pape)
[Seite 380] nicht verknüpft, unzusammenhangend. Bei den Metrikern sind ἀσυνάρτητοι Verse, in denen verschiedene Rhythmen locker od. gar nicht verbunden sind. Uebh. nicht zusammenpassend, Dion. Hal. iud. de Thuc. 6.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυνάρτητος: досл. несвязанный, стих. разнородный, состоящий из разных размеров (στίχοι).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάρτητος: -ον, ἀσύνδετος, ἀσύναπτος, ἀνακόλουθος, εἰς πολλὰ μεμερισμένην καὶ ἀσυνάρτητα κεφάλαια Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ἀσυνάρτητοι στίχοι εἶναι οἱ συγκείμενοι ἐξ ἑτερογενῶν μερῶν, «γίνεται δὲ καὶ ἀσυνάρτητα, ὁπόταν δύο κῶλα μὴ δυνάμενα ἀλλήλοις συναρτηθῆναι μηδὲ ἕνωσιν ἔχειν ἀντὶ ἑνὸς μόνου παραλαμβάνηται στίχου» Ἡφαιστ. 15, πρβλ. Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. π. Μουσ. 56. 12.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυνάρτητος, -ον) συναρτώ
αυτός που δεν έχει ειρμό, ασύνδετος, ανακόλουθος
αρχ.-μσν.
(μετρ.) «ἀσυνάρτητοι στίχοι» — οι στίχοι που αποτελούνται από ανομοιογενή ημιστίχια.
Translations
incoherent
Bulgarian: несвързан, непоследователен; Catalan: incoherent; Chinese Mandarin: 不连贯的; Czech: nesoudržný, nesouvislý; Danish: usammenhængende; Esperanto: nekohera; Finnish: ristiriitainen, epäjohdonmukainen; French: incohérent, décousu; Galician: incoherente; German: inkohärent, unzusammenhängend, unlogisch, unvereinbar; Greek: ασυνάρτητος; Ancient Greek: ἀξύστατος, ἀσύνακτος, ἀσυνάρτητος, ἀσύστατος, διάσπαστος, ἐπεισοδιώδης; Italian: incoerente, sconclusionato; Maori: parure, whakaparure, nakunaku, ngau; Polish: niekoherentny, nieścisły; Portuguese: incoerente; Russian: бессвязный, несвязный; Spanish: incoherente, inconexo, deshilvanado, descosido; Swedish: osammanhängande; Welsh: digyswllt, anghysylltiol