φιλοκίνδυνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filokindynos
|Transliteration C=filokindynos
|Beta Code=filoki/ndunos
|Beta Code=filoki/ndunos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fond of danger]], [[adventurous]], <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>2.6.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cyr.</span>2.1.22</span>, <span class="bibl">D.11.22</span>; ἐπίπονος καὶ φ. βίος <span class="bibl">Isoc.10.17</span>; θυμοειδὴς καὶ φ. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arist.</span>17</span>: Comp., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Peregr.</span>23</span>: Sup., πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.9.6</span>: τὸ φ. [[adventurousness]], Plu.2.966a, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span>14.5</span>, etc.: Adv. -νως <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>4.33</span>, <span class="title">OGI</span>248.39 (Pergam., ii B. C.); φ. ἔχειν Aristid.1.394J.: Comp. -ότερον <span class="bibl">Onos.1.24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> in bad sense, [[foolhardy]], -ότατος πάντων ἀνθρώπων εἶ <span class="bibl">D.20.145</span>, cf. <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>12.23</span>, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Ep.</span>14.2</span>. Adv. -νως <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span> 19.2</span>; διετέθησαν <span class="bibl">Isoc.8.97</span>.</span>
|Definition=φιλοκίνδυνον,<br><span class="bld">A</span> [[fond of danger]], [[adventurous]], X.''An.''2.6.7, ''Cyr.''2.1.22, D.11.22; ἐπίπονος καὶ φ. βίος Isoc.10.17; θυμοειδὴς καὶ φ. Plu.''Arist.''17: Comp., Luc.''Peregr.''23: Sup., πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος X.''An.''1.9.6: [[τὸ φιλοκίνδυνον]] = [[adventurousness]], Plu.2.966a, Luc.''DMort.''14.5, etc.: Adv. [[φιλοκινδύνως]] X.''Smp.''4.33, ''OGI''248.39 (Pergam., ii B. C.); φ. ἔχειν Aristid.1.394J.: Comp. -ότερον Onos.1.24.<br><span class="bld">2</span> in bad sense, [[foolhardy]], φιλοκινδυνότατος πάντων ἀνθρώπων εἶ D.20.145, cf. Ael.''VH''12.23, Lib.''Ep.''14.2. Adv. [[φιλοκινδύνως]] Luc.''DMort.'' 19.2; διετέθησαν Isoc.8.97.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime le danger, hardi, téméraire ; τὸ φιλοκίνδυνον caractère aventureux, hardiesse;<br /><i>Sp.</i> φιλοκινδυνότατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κίνδυνος]].
|btext=ος, ον :<br />qui aime le danger, hardi, téméraire ; τὸ φιλοκίνδυνον caractère aventureux, hardiesse;<br /><i>Sp.</i> φιλοκινδυνότατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κίνδυνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοκίνδῡνος:''' [[любящий опасности]], [[отчаянно смелый]], [[дерзновенный]] Xen., Isocr., Dem., Plut., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλοκίνδυνος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσει να εκτίθεται σε κινδύνους, [[ριψοκίνδυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αρνητική σημ.) [[απερίσκεπτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοκίνδυνον</i><br />ο [[χαρακτήρας]] του φιλοκίνδυνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοκινδύνως]] Α<br />με φιλοκίνδυνο τρόπο, ριψοκίνδυνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κίνδυνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ριψο</i>-[[κίνδυνος]])].
|mltxt=-η, -ο / [[φιλοκίνδυνος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσει να εκτίθεται σε κινδύνους, [[ριψοκίνδυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αρνητική σημ.) [[απερίσκεπτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοκίνδυνον</i><br />ο [[χαρακτήρας]] του φιλοκίνδυνου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοκινδύνως]] Α<br />με φιλοκίνδυνο τρόπο, ριψοκίνδυνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κίνδυνος]] ([[πρβλ]]. [[ριψοκίνδυνος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοκίνδῡνος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά τον κίνδυνο, [[ριψοκίνδυνος]], σε Ξεν., Δημ.· <i>πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος</i>, σε Ξεν.· επίρρ. <i>-νως</i>, με [[ανυπομονησία]], στον ιδ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], παρακινδυνευμένος, [[απερίσκεπτος]], σε Δημ.
|lsmtext='''φῐλοκίνδῡνος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά τον κίνδυνο, [[ριψοκίνδυνος]], σε Ξεν., Δημ.· <i>πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος</i>, σε Ξεν.· επίρρ. <i>-νως</i>, με [[ανυπομονησία]], στον ιδ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], παρακινδυνευμένος, [[απερίσκεπτος]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοκίνδῡνος:''' [[любящий опасности]], [[отчаянно смелый]], [[дерзновенный]] Xen., Isocr., Dem., Plut., Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[venturesome]], [[fond of danger]], [[loving danger]]
|woodrun=[[venturesome]], [[fond of danger]], [[loving danger]]
}}
{{trml
|trtx====[[adventurous]]===
Asturian: aventureru; Basque: abenturazale; Belarusian: авантурны; Bulgarian: рискован, авантюристичен; Catalan: aventurer; Danish: eventyrslysten; Dutch: [[avontuurlijk]], [[ondernemend]]; Esperanto: aventurema; Finnish: seikkailunhaluinen; French: [[aventureux]]; Galician: aventureiro; German: [[abenteuerlustig]], [[abenteuerdurstig]], [[abenteuerhungrig]], [[abenteuersüchtig]]; Greek: [[περιπετειώδης]], [[τολμηρός]]; Ancient Greek: [[ἐγχειρητικός]], [[κινδυνευτικός]], [[μεγαλοκίνδυνος]], [[μεγαλότολμος]], [[φιλοκίνδυνος]]; Hebrew: הרפתקני; Hungarian: kalandos; Japanese: 冒険好きな; Luxembourgish: abenteuerlech; Maori: mātātoa, manawa kai tūtae; Norwegian: eventyrlysten; Polish: śmiały, zawadiacki, awanturniczy, żądny przygód; Portuguese: [[aventureiro]], [[aventuroso]]; Russian: [[рискованный]], [[авантюрный]], [[авантюристичный]]; Spanish: [[intrépido]], [[aventurero]]; Swedish: äventyrlig; Turkish: maceraperest; Volapük: ventürik
}}
}}

Latest revision as of 09:56, 18 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκίνδῡνος Medium diacritics: φιλοκίνδυνος Low diacritics: φιλοκίνδυνος Capitals: ΦΙΛΟΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: philokíndynos Transliteration B: philokindynos Transliteration C: filokindynos Beta Code: filoki/ndunos

English (LSJ)

φιλοκίνδυνον,
A fond of danger, adventurous, X.An.2.6.7, Cyr.2.1.22, D.11.22; ἐπίπονος καὶ φ. βίος Isoc.10.17; θυμοειδὴς καὶ φ. Plu.Arist.17: Comp., Luc.Peregr.23: Sup., πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος X.An.1.9.6: τὸ φιλοκίνδυνον = adventurousness, Plu.2.966a, Luc.DMort.14.5, etc.: Adv. φιλοκινδύνως X.Smp.4.33, OGI248.39 (Pergam., ii B. C.); φ. ἔχειν Aristid.1.394J.: Comp. -ότερον Onos.1.24.
2 in bad sense, foolhardy, φιλοκινδυνότατος πάντων ἀνθρώπων εἶ D.20.145, cf. Ael.VH12.23, Lib.Ep.14.2. Adv. φιλοκινδύνως Luc.DMort. 19.2; διετέθησαν Isoc.8.97.

German (Pape)

[Seite 1281] Gefahr liebend, wagehalsig; Xen. An. 2, 6,8; πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος 1, 9,5; Dem. Lept. 145 u. A.; φιλοκινδύνως καὶ προθύμως διακεῖσθαι Pol. 3, 92, 5; φροντίς Diosc. 29 (VII, 707); adv. auch Xen. Symp. 4, 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le danger, hardi, téméraire ; τὸ φιλοκίνδυνον caractère aventureux, hardiesse;
Sp. φιλοκινδυνότατος.
Étymologie: φίλος, κίνδυνος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκίνδῡνος: любящий опасности, отчаянно смелый, дерзновенный Xen., Isocr., Dem., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκίνδῡνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κινδύνους, ῥιψοκίνδυνος, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 7. ἐν Κύρου Παιδ. 2. 1, 22, Δημ. 158. 5· βίος ἐπίπονος καὶ φ. Ἰσοκρ. 211C· θυμοειδὴς καὶ φ. Πλουτ. Ἀριστείδ. 17· πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος Ξεν. Ἀν. 1. 9, 6· ― τὸ φιλοκίνδυνον, τὸ ῥιψοκίνδυνον, ὁ ῥιψοκίνδυνος χαρακτήρ, Πλούτ. 2. 966Α, Λουκιαν. κλπ. ― Ἐπίρρ. φιλοκινδύνως, Ξεν. Συμπ. 4. 33. 2) ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, φιλοκινδυνότατος εἶ πάντων ἀνθρώπων Δημ. 501. 16, πρβλ. Αἰλιαν. Ποικ. Ἱστ. 12. 23. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 108.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλοκίνδυνος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσει να εκτίθεται σε κινδύνους, ριψοκίνδυνος
αρχ.
1. (με αρνητική σημ.) απερίσκεπτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοκίνδυνον
ο χαρακτήρας του φιλοκίνδυνου.
επίρρ...
φιλοκινδύνως Α
με φιλοκίνδυνο τρόπο, ριψοκίνδυνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κίνδυνος (πρβλ. ριψοκίνδυνος)].

Greek Monotonic

φῐλοκίνδῡνος: -ον, 1. αυτός που αγαπά τον κίνδυνο, ριψοκίνδυνος, σε Ξεν., Δημ.· πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος, σε Ξεν.· επίρρ. -νως, με ανυπομονησία, στον ιδ.
2. με αρνητική σημασία, παρακινδυνευμένος, απερίσκεπτος, σε Δημ.

Middle Liddell

φῐλο-κίνδῡνος, ον,
1. fond of danger, adventurous, Xen., Dem.; πρὸς τὰ θηρία φιλοκινδυνότατος Xen.:—adv. -νως, eagerly, Xen.
2. in bad sense, fool-hardy, Dem.

English (Woodhouse)

venturesome, fond of danger, loving danger

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

adventurous

Asturian: aventureru; Basque: abenturazale; Belarusian: авантурны; Bulgarian: рискован, авантюристичен; Catalan: aventurer; Danish: eventyrslysten; Dutch: avontuurlijk, ondernemend; Esperanto: aventurema; Finnish: seikkailunhaluinen; French: aventureux; Galician: aventureiro; German: abenteuerlustig, abenteuerdurstig, abenteuerhungrig, abenteuersüchtig; Greek: περιπετειώδης, τολμηρός; Ancient Greek: ἐγχειρητικός, κινδυνευτικός, μεγαλοκίνδυνος, μεγαλότολμος, φιλοκίνδυνος; Hebrew: הרפתקני; Hungarian: kalandos; Japanese: 冒険好きな; Luxembourgish: abenteuerlech; Maori: mātātoa, manawa kai tūtae; Norwegian: eventyrlysten; Polish: śmiały, zawadiacki, awanturniczy, żądny przygód; Portuguese: aventureiro, aventuroso; Russian: рискованный, авантюрный, авантюристичный; Spanish: intrépido, aventurero; Swedish: äventyrlig; Turkish: maceraperest; Volapük: ventürik