οἰνώψ: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(5)
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oinops
|Transliteration C=oinops
|Beta Code=oi)nw/y
|Beta Code=oi)nw/y
|Definition=ῶπος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[οἶνοψ]], of Dionysus, <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>211</span> (lyr.), prob. in <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>236</span> ; f.l. in <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>674</span>.</span>
|Definition=ῶπος, ὁ, ἡ, = [[οἶνοψ]], of [[Dionysus]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''211 (lyr.), prob. in E.''Ba.''236; [[falsa lectio|f.l.]] in [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''674.
}}
{{pape
|ptext=ῶπος, = [[οἶνοψ]] und [[οἰνωπός]], <i>[[weinfarbig]]</i>; τὸν οἰνῶπ' ἀνέχουσα κισσόν, Soph. <i>O.C</i>. 680, [[vielleicht]] auf die [[Ähnlichkeit]] der [[Blätter]] und [[Früchte]] [[gehend]]; auch [[Βάκχος]], <i>O.R</i>. 211, <i>mit [[Reben]] [[gekränzt]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνώψ:''' ῶπος adj. Soph. = [[οἶνοψ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ἐν χρήσει παρὰ Σοφοκλ. ἀντὶ [[οἶνοψ]], [[οἰνωπός]], ἐπὶ τοῦ Διονύσου, οἰνῶπα Βάκχον εὔιον Ο. Τ. 211˙ [[καθόλου]], [[μελανωπός]], μελανόχρους, τὸν οἰνῶπ’ ἀνέχουσα κισσὸν ([[ἔνθα]] ὁ Jebb ἔχει: τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισσόν, καὶ ἄλλοι ἄλλας γραφὰς) Ο. Κ. 674.
|lstext='''οἰνώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, ἐν χρήσει παρὰ Σοφοκλ. ἀντὶ [[οἶνοψ]], [[οἰνωπός]], ἐπὶ τοῦ Διονύσου, οἰνῶπα Βάκχον εὔιον Ο. Τ. 211· [[καθόλου]], [[μελανωπός]], μελανόχρους, τὸν οἰνῶπ’ ἀνέχουσα κισσὸν ([[ἔνθα]] ὁ Jebb ἔχει: τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισσόν, καὶ ἄλλοι ἄλλας γραφὰς) Ο. Κ. 674.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνώψ]], -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)<br />(ποιητ. τ. για τον Διόνυσο) [[οἶνοψ]] («τᾱσδ' [[ἐπώνυμον]] γᾱς οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>όπωπα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>γλαυκ</i>-<i>ώψ</i>].
|mltxt=[[οἰνώψ]], -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)<br />(ποιητ. τ. για τον Διόνυσο) [[οἶνοψ]] («τᾱσδ' [[ἐπώνυμον]] γᾱς οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>όπωπα</i>), [[πρβλ]]. [[γλαυκώψ]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰνώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, = [[οἰνωπός]], λέγεται για τον Βάκχο, σε Σοφ.· γενικά, [[μελανός]], [[σκουρόχρωμος]], στον ίδ.
|lsmtext='''οἰνώψ:''' -ῶπος, ὁ, ἡ, = [[οἰνωπός]], λέγεται για τον Βάκχο, σε Σοφ.· γενικά, [[μελανός]], [[σκουρόχρωμος]], στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰν-ώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, = [[οἰνωπός]], of [[Bacchus]], Soph.]<br />[[generally]], [[dark]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 06:47, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνώψ Medium diacritics: οἰνώψ Low diacritics: οινώψ Capitals: ΟΙΝΩΨ
Transliteration A: oinṓps Transliteration B: oinōps Transliteration C: oinops Beta Code: oi)nw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, = οἶνοψ, of Dionysus, S.OT211 (lyr.), prob. in E.Ba.236; f.l. in S.OC674.

German (Pape)

ῶπος, = οἶνοψ und οἰνωπός, weinfarbig; τὸν οἰνῶπ' ἀνέχουσα κισσόν, Soph. O.C. 680, vielleicht auf die Ähnlichkeit der Blätter und Früchte gehend; auch Βάκχος, O.R. 211, mit Reben gekränzt.

Russian (Dvoretsky)

οἰνώψ: ῶπος adj. Soph. = οἶνοψ.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ἐν χρήσει παρὰ Σοφοκλ. ἀντὶ οἶνοψ, οἰνωπός, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, οἰνῶπα Βάκχον εὔιον Ο. Τ. 211· καθόλου, μελανωπός, μελανόχρους, τὸν οἰνῶπ’ ἀνέχουσα κισσὸν (ἔνθα ὁ Jebb ἔχει: τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισσόν, καὶ ἄλλοι ἄλλας γραφὰς) Ο. Κ. 674.

Greek Monolingual

οἰνώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ. για τον Διόνυσο) οἶνοψ («τᾱσδ' ἐπώνυμον γᾱς οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ωψ, -ωπος (βλ. λ. όπωπα), πρβλ. γλαυκώψ].

Greek Monotonic

οἰνώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, = οἰνωπός, λέγεται για τον Βάκχο, σε Σοφ.· γενικά, μελανός, σκουρόχρωμος, στον ίδ.

Middle Liddell

οἰν-ώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, = οἰνωπός, of Bacchus, Soph.]
generally, dark, Soph.