ἀκτένιστος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(2)
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aktenistos
|Transliteration C=aktenistos
|Beta Code=a)kte/nistos
|Beta Code=a)kte/nistos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">uncombed</b>, κόμη <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1261</span>, Sch.<span class="bibl">A.R.1.60</span>.</span>
|Definition=ἀκτένιστον, [[uncombed]], κόμη [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1261, Sch.A.R.1.60.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non peigné.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κτενίζω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[despeinado]] κόμη S.<i>OC</i> 1261, cf. Philaenis en <i>POxy</i>.2891.1.2.3, Sch.A.R.3.50.
|dgtxt=-ον<br />[[despeinado]] κόμη S.<i>OC</i> 1261, cf. Philaenis en <i>POxy</i>.2891.1.2.3, Sch.A.R.3.50.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[non peigné]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κτενίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο και αχτένιστος (AM [[ἀκτένιστος]], -ον) [[κτενίζω]]<br />αυτός που δεν χτενίστηκε, [[ακατάστατος]], [[ξεχτένιστος]]<br /><b>(νεολλ.)</b><br /><b>1.</b> (για [[τρίχες]], νήματα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό [[εργαλείο]], με το [[χτένι]], ο [[αλανάριστος]],<br /><b>2.</b> (για λόγο, [[σύγγραμμα]] <b>κ.λπ.</b>) ο μη επεξεργασμένος με [[προσοχή]] και [[επιμέλεια]], [[αφρόντιστος]], παραμελημένος, μισοτελειωμένος.
|mltxt=-η, -ο και αχτένιστος (AM [[ἀκτένιστος]], -ον) [[κτενίζω]]<br />αυτός που δεν χτενίστηκε, [[ακατάστατος]], [[ξεχτένιστος]]<br /><b>(νεολλ.)</b><br /><b>1.</b> (για [[τρίχες]], νήματα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό [[εργαλείο]], με το [[χτένι]], ο [[αλανάριστος]],<br /><b>2.</b> (για λόγο, [[σύγγραμμα]] <b>κ.λπ.</b>) ο μη επεξεργασμένος με [[προσοχή]] και [[επιμέλεια]], [[αφρόντιστος]], παραμελημένος, μισοτελειωμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκτένιστος:''' -ον ([[κτενίζω]]), [[αχτένιστος]], [[ατημέλητος]], σε Σοφ.
}}
{{pape
|ptext=[[κόμη]], <i>[[ungekämmt]]</i>, Soph. <i>O.C</i>. 1263.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκτένιστος:''' [[нечесанный]], [[непричесанный]] ([[κόμη]] Soph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κτενίζω]]<br />[[uncombed]], [[unkempt]], Soph.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀκτένιστος]] -ον [ἀ-, [[κτενίζω]] [[ongekamd]].
}}
{{trml
|trtx====[[uncombed]]===
Catalan: despentinat, escabellat; Dutch: [[ongekamd]]; French: [[non peigné]]; German: [[ungekämmt]]; Greek: [[ακτένιστος]], [[αχτένιστος]]; Ancient Greek: [[ἀκτένιστος]], [[ἀπέκτητος]], [[ἄπεκτος]]; Hungarian: fésületlen; Italian: [[spettinato]]; Maori: tīwanawana, kōritorito, poutihitihi; Portuguese: [[despenteado]]; Russian: [[нечесанный]], [[непричесанный]]; Spanish: [[despeinado]]
}}
}}

Latest revision as of 06:53, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτένιστος Medium diacritics: ἀκτένιστος Low diacritics: ακτένιστος Capitals: ΑΚΤΕΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akténistos Transliteration B: aktenistos Transliteration C: aktenistos Beta Code: a)kte/nistos

English (LSJ)

ἀκτένιστον, uncombed, κόμη S.OC1261, Sch.A.R.1.60.

Spanish (DGE)

-ον
despeinado κόμη S.OC 1261, cf. Philaenis en POxy.2891.1.2.3, Sch.A.R.3.50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non peigné.
Étymologie: , κτενίζω.

Greek Monolingual

-η, -ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, -ον) κτενίζω
αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος
(νεολλ.)
1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος,
2. (για λόγο, σύγγραμμα κ.λπ.) ο μη επεξεργασμένος με προσοχή και επιμέλεια, αφρόντιστος, παραμελημένος, μισοτελειωμένος.

Greek Monotonic

ἀκτένιστος: -ον (κτενίζω), αχτένιστος, ατημέλητος, σε Σοφ.

German (Pape)

κόμη, ungekämmt, Soph. O.C. 1263.

Russian (Dvoretsky)

ἀκτένιστος: нечесанный, непричесанный (κόμη Soph.).

Middle Liddell

κτενίζω
uncombed, unkempt, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκτένιστος -ον [ἀ-, κτενίζω ongekamd.

Translations

uncombed

Catalan: despentinat, escabellat; Dutch: ongekamd; French: non peigné; German: ungekämmt; Greek: ακτένιστος, αχτένιστος; Ancient Greek: ἀκτένιστος, ἀπέκτητος, ἄπεκτος; Hungarian: fésületlen; Italian: spettinato; Maori: tīwanawana, kōritorito, poutihitihi; Portuguese: despenteado; Russian: нечесанный, непричесанный; Spanish: despeinado