θαλασσόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thalassopliktos
|Transliteration C=thalassopliktos
|Beta Code=qalasso/plhktos
|Beta Code=qalasso/plhktos
|Definition=θαλασσόπληκτον, ([[πλήσσω]]) [[sea-beaten]], νῆσος A.''Pers.''307.
|Definition=θαλασσόπληκτον, ([[πλήσσω]]) [[sea-beaten]], [[νῆσος]] [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''307.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1183.png Seite 1183]] meergeschlagen, [[νῆσος]] Aesch. Pers. 307, [[varia lectio|v.l.]] [[θαλασσόπλακτος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1183.png Seite 1183]] [[meergeschlagen]], [[νῆσος]] Aesch. Pers. 307, [[varia lectio|v.l.]] [[θαλασσόπλακτος]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰλασσόπληκτος''': -ον, ([[πλήσσω]]) ὑπὸ τῆς θαλάσσης πληττόμενος, [[νῆσος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 307. - θαλασσοπλήκτης, ου, ὁ, Ξέρξης, ὡς μαστιγώσας τὴν θάλασσαν, Θ. Πρόδρ. Rev. arch. 1873, σ. 348.
|lstext='''θᾰλασσόπληκτος''': -ον, ([[πλήσσω]]) ὑπὸ τῆς θαλάσσης πληττόμενος, [[νῆσος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 307. - [[θαλασσοπλήκτης]], ου, ὁ, Ξέρξης, ὡς μαστιγώσας τὴν θάλασσαν, Θ. Πρόδρ. Rev. arch. 1873, σ. 348.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 13:56, 22 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσόπληκτος Medium diacritics: θαλασσόπληκτος Low diacritics: θαλασσόπληκτος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: thalassóplēktos Transliteration B: thalassoplēktos Transliteration C: thalassopliktos Beta Code: qalasso/plhktos

English (LSJ)

θαλασσόπληκτον, (πλήσσω) sea-beaten, νῆσος A.Pers.307.

German (Pape)

[Seite 1183] meergeschlagen, νῆσος Aesch. Pers. 307, v.l. θαλασσόπλακτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
battu de la mer.
Étymologie: θάλασσα, πλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσόπληκτος: ударяемый морскими волнами, о который плещется море (νῆσος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσόπληκτος: -ον, (πλήσσω) ὑπὸ τῆς θαλάσσης πληττόμενος, νῆσος Αἰσχύλ. Πέρσ. 307. - θαλασσοπλήκτης, ου, ὁ, Ξέρξης, ὡς μαστιγώσας τὴν θάλασσαν, Θ. Πρόδρ. Rev. arch. 1873, σ. 348.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM θαλασσόπληκτος, -ον)
αυτός που πλήττεται από τη θάλασσα, που τον χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -πληκτος < πλήττομαι (πρβλ. δορίπληκτος, κεραυνόπληκτος)].

Greek Monotonic

θᾰλασσόπληκτος: -ον (πλήσσω), ο θαλασσοδαρμένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θᾰλασσό-πληκτος, ον πλήσσω
sea-beaten, Aesch.