μυθεύω: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mytheyo
|Transliteration C=mytheyo
|Beta Code=muqeu/w
|Beta Code=muqeu/w
|Definition=<span class="bld">A</span> pf. μεμύθευκα Phld.''Mus.''p.24 K.: later form of [[μυθέομαι]], E.''HF''77; ἅπαντα μυθεύσασα Ezek.''Exag.''34: c. acc. et inf., Phld. l. c., al.:—Pass., to [[be spoken of]], E.''Ion''196 (lyr.); <b class="b3">ὡς μεμύθευται βροτοῖς</b> as [[is related]] by mortals, as [[the story goes]], ib.265.<br><span class="bld">II</span> [[relate fabulously]], Str.1.2.35; πράξεις μεμύθευκε Socr.''Ep.''30.9: c.acc. et inf., Arist.''Mir.''836b1:—Pass., τὰ μυθευόμενα λιθοῦσθαι Id.''PA''641a20; μυθεύονται κατασχεῖν τὴν νῆσον Str.14.2.8, cf. D.C.51.26: without inf., Palaeph.4.
|Definition=<span class="bld">A</span> pf. μεμύθευκα Phld.''Mus.''p.24 K.: later form of [[μυθέομαι]], E.''HF''77; ἅπαντα μυθεύσασα Ezek.''Exag.''34: c. acc. et inf., Phld. l. c., al.:—Pass., to [[be spoken of]], [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''196 (lyr.); <b class="b3">ὡς μεμύθευται βροτοῖς</b> as [[is related]] by mortals, as [[the story goes]], ib.265.<br><span class="bld">II</span> [[relate fabulously]], Str.1.2.35; πράξεις μεμύθευκε Socr.''Ep.''30.9: c.acc. et inf., Arist.''Mir.''836b1:—Pass., τὰ μυθευόμενα λιθοῦσθαι Id.''PA''641a20; μυθεύονται κατασχεῖν τὴν νῆσον Str.14.2.8, cf. D.C.51.26: without inf., Palaeph.4.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:20, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθεύω Medium diacritics: μυθεύω Low diacritics: μυθεύω Capitals: ΜΥΘΕΥΩ
Transliteration A: mytheúō Transliteration B: mytheuō Transliteration C: mytheyo Beta Code: muqeu/w

English (LSJ)

A pf. μεμύθευκα Phld.Mus.p.24 K.: later form of μυθέομαι, E.HF77; ἅπαντα μυθεύσασα Ezek.Exag.34: c. acc. et inf., Phld. l. c., al.:—Pass., to be spoken of, E.Ion196 (lyr.); ὡς μεμύθευται βροτοῖς as is related by mortals, as the story goes, ib.265.
II relate fabulously, Str.1.2.35; πράξεις μεμύθευκε Socr.Ep.30.9: c.acc. et inf., Arist.Mir.836b1:—Pass., τὰ μυθευόμενα λιθοῦσθαι Id.PA641a20; μυθεύονται κατασχεῖν τὴν νῆσον Str.14.2.8, cf. D.C.51.26: without inf., Palaeph.4.

German (Pape)

[Seite 214] = μυθέομαις λόγοισι μυθεύουσα, Eur. Herc. Fur. 77; ὡς μεμύθευται βροτοῖς, Ion 265; Strab. 1, 2, 36 u. Luc. Aber med. μυθεύονται τοὺς παῖδας έξ Ἄρεως γενέσθαι, Strab. V, 3, 2; – Eust. erkl. μυθεύεσθαι τὸ ψευδῶς λέγειν.

French (Bailly abrégé)

faire un récit fabuleux.
Étymologie: μῦθος.

Russian (Dvoretsky)

μῡθεύω: рассказывать, повествовать (ὡς μεμύθευται βροτοῖς Eur.): τὰ μυθευόμενα Arst. толки, басни, предания.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθεύω: νεώτερος τύπος τοῦ μυθέομαι, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 77. - Παθ., γίνεται περὶ ἐμοῦ λόγος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 196· ὡς μεμύθευται βροτοῖς, ὡς γίνεται λόγος μεταξὺ τῶν θνητῶν, ὡς λέγεται..., ὡς διηγοῦνται, αὐτόθι 265. ΙΙ. μυθωδῶς διηγοῦμαι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81· οὕτως ἐν τῷ παθ., τὰ μυθευόμενα λιθοῦσθαι ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 29· μυθεύονται κατασχεῖν τὴν νῆσον Στράβ. 654.

Greek Monolingual

μυθεύω (ΑΜ) μύθος
διηγούμαι ψεύτικη, πλαστή ιστορία
αρχ.
1. λέγω, ομιλώ
2. (το παθ. στο γ' εν. πρόσ.) μυθεύεται
γίνεται λόγος για κάποιον ή για κάτι.

Greek Monotonic

μῡθεύω: μεταγεν. τύπος του μυθέομαι, σε Ευρ. — Παθ., είμαι ειπωμένος, γίνεται λόγος για μένα, στον ίδ.· ὡς μεμύθευται βροτοῖς, όπως αναφέρεται από τους θνητούς, στον ίδ.

Middle Liddell

μῡθεύω,
later form of μυθέομαι, Eur.:—Pass. to be spoken of, Eur.; ὡς μεμύθευται βροτοῖς as is related by mortals, Eur.