δορίγαμβρος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dorigamvros
|Transliteration C=dorigamvros
|Beta Code=dori/gambros
|Beta Code=dori/gambros
|Definition=ον, [[bride of battles]], i.e. [[causing war by marriage]], or [[wooed by battle]], of Helen, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>686</span> (lyr.).
|Definition=δορίγαμβρον, [[bride of battles]], i.e. [[causing war by marriage]], or [[wooed by battle]], of Helen, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''686 (lyr.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que son époux réclame la lance à la main.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[γαμβρός]].
|btext=ος, ον :<br />[[que son époux réclame la lance à la main]].<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[γαμβρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''δορίγαμβρος:''' обрученная копьем, т. е. вызвавшая своим браком войну ([[Ἑλένη]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δορίγαμβρος:''' [ῐ], -ον, η [[νύφη]] των μαχών, δηλ. αυτή που προκαλεί πόλεμο με το γάμο της ή η αποκτημένη με [[μάχη]], λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δορίγαμβρος:''' [ῐ], -ον, η [[νύφη]] των μαχών, δηλ. αυτή που προκαλεί πόλεμο με το γάμο της ή η αποκτημένη με [[μάχη]], λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δορίγαμβρος:''' обрученная копьем, т. е. вызвавшая своим браком войну ([[Ἑλένη]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δορί]]-˘γαμβρος, ον <i>adj</i><br />[[bride]] of battles, i. e. causing war by [[marriage]], or wooed by [[battle]], of Helen, Aesch.
|mdlsjtxt=[[δορί]]-˘γαμβρος, ον <i>adj</i><br />[[bride]] of battles, i. e. causing war by [[marriage]], or wooed by [[battle]], of Helen, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 21:45, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐγαμβρος Medium diacritics: δορίγαμβρος Low diacritics: δορίγαμβρος Capitals: ΔΟΡΙΓΑΜΒΡΟΣ
Transliteration A: dorígambros Transliteration B: dorigambros Transliteration C: dorigamvros Beta Code: dori/gambros

English (LSJ)

δορίγαμβρον, bride of battles, i.e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, A.Ag.686 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
casada entre lanzas, es decir, cuya boda provoca guerras Ἑλένα A.A.687.

German (Pape)

[Seite 658] heißt Helena, Aesch. Ag 672, durch ihre Vermählung Krieg erregend.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que son époux réclame la lance à la main.
Étymologie: δόρυ, γαμβρός.

Russian (Dvoretsky)

δορίγαμβρος: обрученная копьем, т. е. вызвавшая своим браком войну (Ἑλένη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δορίγαμβρος: [ῐ], -ον, περὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γενομένη αἰτία πολέμου ἕνεκα τοῦ γάμου ἢ ἠ διὰ μάχης κτηθεῖσα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686.

Greek Monolingual

δορίγαμβρος, -ον (Α)
φρ. «τὰν δορίγαμβρον... Ἐλέναν» — την Ελένη που με τον γάμο της ξεσήκωσε πόλεμο ή «...που πολέμησαν ποιός θα τήν πάρει» (Αισχ).

Greek Monotonic

δορίγαμβρος: [ῐ], -ον, η νύφη των μαχών, δηλ. αυτή που προκαλεί πόλεμο με το γάμο της ή η αποκτημένη με μάχη, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δορί-˘γαμβρος, ον adj
bride of battles, i. e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, Aesch.