νυκτίπλαγκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nyktiplagktos
|Transliteration C=nyktiplagktos
|Beta Code=nukti/plagktos
|Beta Code=nukti/plagktos
|Definition=ον, [[causing to wander by night]], [[rousing from bed]], πόνος <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>330</span>; δείματα <span class="bibl">Id.<span class="title">Ch.</span>524</span>; [[κελεύματα]] ib. <span class="bibl">751</span>; <b class="b3">ν. εὐνή</b> [[restless]], [[uneasy]] bed, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ag.</span>12</span>.
|Definition=νυκτίπλαγκτον, [[causing to wander by night]], [[rousing from bed]], πόνος [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''330; δείματα Id.''Ch.''524; [[κελεύματα]] ib. 751; <b class="b3">ν. εὐνή</b> [[restless]], [[uneasy]] bed, Id.''Ag.''12.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτίπλαγκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί νυχτερινές διαταραχές και ανησυχίες, αυτός που κάνει κάποιον να σηκωθεί από τον ύπνο<br /><b>2.</b> (για ύπνο) [[ανήσυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[πλαγκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάζω]] «[[περιπλανώμαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>πλαγκτος</i>].
|mltxt=[[νυκτίπλαγκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προξενεί νυχτερινές διαταραχές και ανησυχίες, αυτός που κάνει κάποιον να σηκωθεί από τον ύπνο<br /><b>2.</b> (για ύπνο) [[ανήσυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[πλαγκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάζω]] «[[περιπλανώμαι]]»), [[πρβλ]]. [[θαλασσόπλαγκτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 21:51, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐπλαγκτος Medium diacritics: νυκτίπλαγκτος Low diacritics: νυκτίπλαγκτος Capitals: ΝΥΚΤΙΠΛΑΓΚΤΟΣ
Transliteration A: nyktíplanktos Transliteration B: nyktiplanktos Transliteration C: nyktiplagktos Beta Code: nukti/plagktos

English (LSJ)

νυκτίπλαγκτον, causing to wander by night, rousing from bed, πόνος A.Ag.330; δείματα Id.Ch.524; κελεύματα ib. 751; ν. εὐνή restless, uneasy bed, Id.Ag.12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 où l'on erre ou sur quoi l'on s'agite pendant la nuit;
2 qui erre ou s'agite pendant la nuit.
Étymologie: νύξ, πλάζω.

German (Pape)

bei Nacht umhergetrieben, umherschweifend, Aesch. Ag. 321; auch εὐνή, das Lager, auf welchem man unruhig die Nacht zubringt, 12; δείματα, Ch. 517; νυκτίπλαγκτον ὀρθίων κελευσμάτων, 740, die Nachtunruhe.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίπλαγκτος: заставляющий блуждать ночью, т. е. не дающий ночью покоя (πόνος, δεῖμα, κέλευμα Aesch.): ν. εὐνή Aesch. беспокойное ночное ложе.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίπλαγκτος: -ον, ὁ προξενῶν νυκτερινὰς περιπλανήσεις, ὁ ἐξεγείρων ἀπὸ τῆς κοίτης, πόνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 330· δείματα Χο. 524· κελεύσματα αὐτόθι 751· - ἀλλά, ν. εὐνή, ἀνήσυχος κλίνη, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 12.

Greek Monolingual

νυκτίπλαγκτος, -ον (Α)
1. αυτός που προξενεί νυχτερινές διαταραχές και ανησυχίες, αυτός που κάνει κάποιον να σηκωθεί από τον ύπνο
2. (για ύπνο) ανήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανώμαι»), πρβλ. θαλασσόπλαγκτος].

Greek Monotonic

νυκτίπλαγκτος: -ον, αυτός που ωθεί σε νυχτερινές περιπλανήσεις, που ξεσηκώνει κάποιον από το κρεβάτι του, σε Αισχύλ.· νυκτίπλαγκτος εὐνή, άβολο κρεβάτι, κλίνη που δεν προσφέρει ανάπαυση, στον ίδ.

Middle Liddell

νυκτί-πλαγκτος, ον,
making to wander by night, rousing from bed, Aesch.; ν. εὐνή a restless, uneasy bed, Aesch.