ὁδωτός: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=odotos
|Transliteration C=odotos
|Beta Code=o(dwto/s
|Beta Code=o(dwto/s
|Definition=ὁδωτή, ὁδωτόν,<br><span class="bld">A</span> [[passable]], <b class="b3">γῆν ὁ. ἐποίησε</b> [[falsa lectio|f.l.]] in D.Chr.3.127; ὁ. θάλασσα Suid.<br><span class="bld">II</span> [[practicable]], [[feasible]], ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά S.''OC''495.
|Definition=ὁδωτή, ὁδωτόν,<br><span class="bld">A</span> [[passable]], <b class="b3">γῆν ὁ. ἐποίησε</b> [[falsa lectio|f.l.]] in D.Chr.3.127; ὁ. θάλασσα Suid.<br><span class="bld">II</span> [[practicable]], [[feasible]], ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''495.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 06:48, 30 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδωτός Medium diacritics: ὁδωτός Low diacritics: οδωτός Capitals: ΟΔΩΤΟΣ
Transliteration A: hodōtós Transliteration B: hodōtos Transliteration C: odotos Beta Code: o(dwto/s

English (LSJ)

ὁδωτή, ὁδωτόν,
A passable, γῆν ὁ. ἐποίησε f.l. in D.Chr.3.127; ὁ. θάλασσα Suid.
II practicable, feasible, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά S.OC495.

German (Pape)

[Seite 295] wegbar, Sp.; – übertr., ausführbar, ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά, Soph. O. C. 496, Schol. ἀνυστά.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
praticable, faisable.
Étymologie: ὁδόω.

Russian (Dvoretsky)

ὁδωτός: досл. удобопроходимый, перен. выполнимый (ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁδωτός: -ή, -όν, (ὁδόω) διαβατός, γῆν ὁδωτὴν (διάφ. γράφ. ὁδευτὴν) ἐποίησε, μνημονεύεται ἐκ Δίωνος τοῦ Χρυσ.˙ ὁδ. θάλασσα Σουΐδ. ΙΙ. ἐκτελεστός, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά, «ἀνυστὰ» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Κ. 495.

Greek Monolingual

ὁδωτός, -ή, -όν (Α) [οδώ (II)]
1. διαβατός
2. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός.

Greek Monotonic

ὁδωτός: -ή, -όν (ὁδόω), βατός, διαβατός, κατορθωτός, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὁδωτός, ή, όν ὁδόω
passable: practicable, Soph.

Translations

passable

Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny