καταμερίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(13_2)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katamerizo
|Transliteration C=katamerizo
|Beta Code=katameri/zw
|Beta Code=katameri/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cut in pieces</b>, [<b class="b3">τὸν Πλοῦτον</b>] εἰς πολλά <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>12</span>; λίθους εἰς μεγέθη <span class="bibl">D.S.5.13</span>: metaph., εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον <span class="bibl">Id.3.40</span>:—Pass., of flavours, <b class="b2">to be resolved</b> into components, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Od.</span>65</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">distribute</b>, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>7.5.4</span>; <b class="b3">κ. εἰς λόχους</b>, = [[καταλοχίζω]], Ascl.<span class="title">Tact.</span>2.1:— Med., ἕκαστόν τι εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.2.5</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[cut in pieces]], [τὸν Πλοῦτον] εἰς πολλά Luc.''Tim.''12; λίθους εἰς μεγέθη [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.13: metaph., εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Id.3.40:—Pass., of flavours, to [[be resolved]] into components, [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Odoribus'' 65.<br><span class="bld">2</span> [[distribute]], τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη X.''An.''7.5.4; <b class="b3">κ. εἰς λόχους</b>, = [[καταλοχίζω]], Ascl.''Tact.''2.1:—Med., ἕκαστόν τι εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.2.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] zertheilen, zerstückeln; εἰς πολλά Luc. Tim. 12; D. Sic. 3, 40; – vertheilen, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Xen. An. 7, 5, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] [[zerteilen]], [[zerstückeln]]; εἰς πολλά Luc. Tim. 12; D. Sic. 3, 40; – [[verteilen]], τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Xen. An. 7, 5, 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> καταμεριῶ;<br /><b>1</b> [[partager]] : τι εἰς [[πολλά]] une chose en plusieurs parties;<br /><b>2</b> [[répartir]], [[distribuer]] : τί τισι qch à plusieurs personnes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μερίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-μερίζω [[in stukken snijden]], [[verdelen]]:. κ. εἰς πολλά in veel stukken verdelen Luc. 25.12; τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη de ossenspannen werden onder de commandanten verdeeld Xen. An. 7.5.4.
}}
{{elru
|elrutext='''καταμερίζω:''' [[делить]], [[разделять]], [[распределять]] (τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς Xen.; τι εἰς [[πολλά]] Luc.): εἰς πολλὰς [[ταλαιπωρία]]ς τὸν θάνατον κ. Diod. разделять смерть на множество страданий, т. е. умирать медленной и мучительной смертью.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καταμερίζω]])<br />[[διαιρώ]] σε [[πολλά]] μικρά μέρη, [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κομματιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταμερίζομαι</i><br />(για οσμές) διαλύομαι στα συστατικά μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταμερίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κομματιάζω]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[διανέμω]], [[κατανέμω]], [[μοιράζω]], σε Ξεν.
}}
{{ls
|lstext='''καταμερίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κόπτω]] εἰς μέρη ἢ τεμάχια, τὸν Πλοῦτον εἰς πολλὰ Λουκ. Τίμ. 12· εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Διόδ. 3. 40. 2) διαμοιράζω, [[διανέμω]], τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Ξεν. Ἀν. 7. 5. 4. Μέσ., ἀμοιβαίως [[διανέμω]], «μοιράζομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5· 2. 5.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ιῶ<br /><b class="num">1.</b> to [[cut in pieces]], Luc.<br /><b class="num">2.</b> to [[distribute]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 07:31, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμερίζω Medium diacritics: καταμερίζω Low diacritics: καταμερίζω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: katamerízō Transliteration B: katamerizō Transliteration C: katamerizo Beta Code: katameri/zw

English (LSJ)

A cut in pieces, [τὸν Πλοῦτον] εἰς πολλά Luc.Tim.12; λίθους εἰς μεγέθη D.S.5.13: metaph., εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Id.3.40:—Pass., of flavours, to be resolved into components, Thphr. De Odoribus 65.
2 distribute, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη X.An.7.5.4; κ. εἰς λόχους, = καταλοχίζω, Ascl.Tact.2.1:—Med., ἕκαστόν τι εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Thphr. CP 5.2.5.

German (Pape)

[Seite 1363] zerteilen, zerstückeln; εἰς πολλά Luc. Tim. 12; D. Sic. 3, 40; – verteilen, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Xen. An. 7, 5, 4.

French (Bailly abrégé)

f. att. καταμεριῶ;
1 partager : τι εἰς πολλά une chose en plusieurs parties;
2 répartir, distribuer : τί τισι qch à plusieurs personnes.
Étymologie: κατά, μερίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μερίζω in stukken snijden, verdelen:. κ. εἰς πολλά in veel stukken verdelen Luc. 25.12; τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη de ossenspannen werden onder de commandanten verdeeld Xen. An. 7.5.4.

Russian (Dvoretsky)

καταμερίζω: делить, разделять, распределять (τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς Xen.; τι εἰς πολλά Luc.): εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον κ. Diod. разделять смерть на множество страданий, т. е. умирать медленной и мучительной смертью.

Greek Monolingual

(AM καταμερίζω)
διαιρώ σε πολλά μικρά μέρη, διανέμω, διαμοιράζω
αρχ.
1. κομματιάζω
2. παθ. καταμερίζομαι
(για οσμές) διαλύομαι στα συστατικά μου.

Greek Monotonic

καταμερίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
1. κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, σε Λουκ.
2. διανέμω, κατανέμω, μοιράζω, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

καταμερίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κόπτω εἰς μέρη ἢ τεμάχια, τὸν Πλοῦτον εἰς πολλὰ Λουκ. Τίμ. 12· εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Διόδ. 3. 40. 2) διαμοιράζω, διανέμω, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Ξεν. Ἀν. 7. 5. 4. Μέσ., ἀμοιβαίως διανέμω, «μοιράζομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5· 2. 5.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
1. to cut in pieces, Luc.
2. to distribute, Xen.