ἐπενδύνω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ependyno
|Transliteration C=ependyno
|Beta Code=e)pendu/nw
|Beta Code=e)pendu/nw
|Definition=[ῡ] or ἐπεν-δύω, [[put on over]], ἐπὶ τοῦτον ἄλλον κιθῶνα Hdt.1.195:—Med., -σάμενος χιτῶνα J.''AJ''3.7.4; πολλὰ σώματα Aen.Gaz. ''[[Theophrastus]] ''p.60 B.: —Pass. (with aor. 2 part. -δύντες J.''AJ''5.1.12), [[have on over]], ἐσθῆτας ἐπενδεδυμένοι γυναικείας τοῖς θώραξι Plu.''Pel.''11.
|Definition=[ῡ] or ἐπεν-δύω, [[put on over]], ἐπὶ τοῦτον ἄλλον κιθῶνα [[Herodotus|Hdt.]]1.195:—Med., -σάμενος χιτῶνα J.''AJ''3.7.4; πολλὰ σώματα Aen.Gaz. ''[[Theophrastus|Thphr.]] ''p.60 B.: —Pass. (with aor. 2 part. -δύντες J.''AJ''5.1.12), [[have on over]], ἐσθῆτας ἐπενδεδυμένοι γυναικείας τοῖς θώραξι Plu.''Pel.''11.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:43, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπενδύνω Medium diacritics: ἐπενδύνω Low diacritics: επενδύνω Capitals: ΕΠΕΝΔΥΝΩ
Transliteration A: ependýnō Transliteration B: ependynō Transliteration C: ependyno Beta Code: e)pendu/nw

English (LSJ)

[ῡ] or ἐπεν-δύω, put on over, ἐπὶ τοῦτον ἄλλον κιθῶνα Hdt.1.195:—Med., -σάμενος χιτῶνα J.AJ3.7.4; πολλὰ σώματα Aen.Gaz. Thphr. p.60 B.: —Pass. (with aor. 2 part. -δύντες J.AJ5.1.12), have on over, ἐσθῆτας ἐπενδεδυμένοι γυναικείας τοῖς θώραξι Plu.Pel.11.

German (Pape)

[Seite 915] = ἐπενδύομαι, ἄλλον κιθῶνα Her. 1, 195; med., B. A. 260.

French (Bailly abrégé)

c. ἐπενδύομαι.
Étymologie: ἐπί, ἐνδύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπενδύνω: (ῡ) надевать (κιθῶνα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπενδύνω: ῡ, φορῶ ἐπάνω εἰς ἄλλο ἔνδυμα, καὶ ἐπὶ τοῦτον ἄλλον εἰρίνεον κιθῶνα ἐπενδύει Ἡρόδ. 1. 195. ― Παθ. ἐπενδύομαι, ἐνδύομαι ἐπί τινι, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι, δηλ. ἐνδεδυμένοι ἐπὶ τοῖς θώραξι, Πλουτ. Πελοπίδ. 11· πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 12· ― τὸ δὲ ἐπενδύω, μεταβ., ἐνδύω τινὰ δι’ ἐπενδύτου, «ἐπαμφιάζοντες· ἐπενδύοντες» Ἠσύχ.

Greek Monolingual

ἐπενδύνω (Α)
1. φορώ κάτι επάνω από κάτι άλλο, φορώ επί πλέον
2. ντύνω κάποιον με επενδύτη, του φοράω πανωφόρι.

Greek Monotonic

ἐπενδύνω: [ῡ] ή -ενδύω, φορώ ένα ρούχο πάνω από κάποιο άλλο ένδυμα, σε Ηρόδ. — Παθ., ενδύομαι, φορώ από πάνω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

or -ενδύω
to put on one garment over another, Hdt.:—Pass. to have on over, Plut.