προσόμοιος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg

Menander, Monostichoi, 229
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[à peu près semblable]], [[analogue à]], [[similaire]], [[τινι]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὅμοιος]].
|btext=ος, ον :<br />[[à peu près semblable]], [[analogue à]], [[similaire]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὅμοιος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Latest revision as of 17:00, 5 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσόμοιος Medium diacritics: προσόμοιος Low diacritics: προσόμοιος Capitals: ΠΡΟΣΟΜΟΙΟΣ
Transliteration A: prosómoios Transliteration B: prosomoios Transliteration C: prosomoios Beta Code: proso/moios

English (LSJ)

προσόμοιον, also α, ον Str.3.4.18:—nearly like, much like, τινι E.Ph.128 (lyr.), Ar.V.356, Av.685, Amips.19, Pl.Sph.267a, etc. Adv. προσομοίως Id.Lg.811c.

German (Pape)

[Seite 774] eigtl. nahe am gleichen, ziemlich gleich, ähnlich, τινί, Eur. Phoen. 130; Plat. Soph. 267 a Polit. 310 c u. öfter; Dem. 22, 2 u. Folgde, wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à peu près semblable, analogue à, similaire, τινι.
Étymologie: πρός, ὅμοιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσόμοιος -ον [πρός, ὅμοιος] gelijkend, met dat.; adv. προσομοίως op soortgelijke wijze. Plat. Lg. 811c.

Russian (Dvoretsky)

προσόμοιος: очень сходный, весьма похожий (τινι Eur., Arph., Plat.; τῶν γονέων οὐδενί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

προσόμοιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Στράβ. 165· - σχεδὸν ὅμοιος, πολὺ ὅμοιος, τινι Εὐρ. Φοίν. 128, Ἀριστοφ. Σφ. 356, Ὄρν. 685, Πλάτ. Σοφιστ. 267Α, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 811C, Ἀμειψ. ἐν «Σφενδόνῃ» 1.

Greek Monolingual

-α, -ο / προσόμοιος, -οία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α
αυτός που είναι σχεδόν όμοιος με κάποιον, παρεμφερής, παρόμοιος
νεοελλ.-μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προσόμοια
(βυζ. μουσ.) τροπάρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας που δεν έχουν δική τους μελωδία αλλά ψάλλονται πάνω στη μελωδία και στο μέτρο άλλων τροπαρίων που λέγονται αυτόμελα.
επίρρ...
προσομοίως Α
με προσόμοιο τρόπο, περίπου όμοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὅμοιος (πρβλ. παρόμοιος)].

Greek Monotonic

προσόμοιος: -ον και -α, -ον, πολύ όμοιος με κάποιον, τινι, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

προσόμοιος, ον,
much like, τινι Eur., Ar.

English (Woodhouse)

nearly like

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)