περιποίκιλος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peripoikilos
|Transliteration C=peripoikilos
|Beta Code=peripoi/kilos
|Beta Code=peripoi/kilos
|Definition=περιποίκιλον, [[variegated]], [[spotted]], οὐρά X.''Cyn.''5.23, cf. ''IG''22.1514.8.
|Definition=περιποίκιλον, [[variegated]], [[spotted]], οὐρά [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''5.23, cf. ''IG''22.1514.8.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:01, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιποίκῐλος Medium diacritics: περιποίκιλος Low diacritics: περιποίκιλος Capitals: ΠΕΡΙΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: peripoíkilos Transliteration B: peripoikilos Transliteration C: peripoikilos Beta Code: peripoi/kilos

English (LSJ)

περιποίκιλον, variegated, spotted, οὐρά X.Cyn.5.23, cf. IG22.1514.8.

German (Pape)

[Seite 588] rings od. sehr bunt, bunt geringelt, Xen. Cyn. 5, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tacheté ou bariolé tout autour.
Étymologie: περί, ποικίλος.

Russian (Dvoretsky)

περιποίκῐλος: весь покрытый пятнами, пятнистый (ἡ οὐρά Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

περιποίκῐλος: -ον, λίαν ποικίλος, κατάστικτος, Ξεν. Κυν. 5, 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 10.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φέρει πολλά ποικίλματα ή αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ποικίλος «πολύχρωμος»].

Greek Monotonic

περιποίκῐλος: -ον, ποικιλόχρωμος ή πιτσιλωτός, διάστικτος παντού ολόγυρα, σε Ξεν.

Middle Liddell

περι-ποίκῐλος, ον,
variegated or spotted all over, Xen.