θυμίημα: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός;" to "ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίημα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίημα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός;") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1223.png Seite 1223]] τό, ion. = [[θυμίαμα]], Her. 1, 198 u. öfter. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1223.png Seite 1223]] τό, ion. = [[θυμίαμα]], Her. 1, 198 u. öfter. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion. c.</i> [[θυμίαμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῡμίημα''': θυμιῆται, Ἰων. ἀντὶ [[θυμίαμα]], θυμιᾶται, ἴδε [[θυμιάω]]. | |lstext='''θῡμίημα''': θυμιῆται, Ἰων. ἀντὶ [[θυμίαμα]], θυμιᾶται, ἴδε [[θυμιάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θῡμίημα:''' Ιων. αντί [[θυμίαμα]]. | |lsmtext='''θῡμίημα:''' Ιων. αντί [[θυμίαμα]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[fumigation]]=== | |||
Catalan: fumigació; Greek: [[υποκαπνισμός]], [[καπνισμός]]; Ancient Greek: [[ἀποθείωσις]], [[ἀποκαπνισμός]], [[ἐγκάπνισμα]], [[θυμίαμα]], [[θυμίημα]], [[θυμίασις]], [[περιθείωμα]], [[περιθείωσις]], [[ὑπατμισμός]], [[ὑποθυμίαμα]], [[ὑποθυμίημα]], [[ὑποθυμίασις]], [[ὑποθυμίησις]], [[ὑποκάπνισμα]], [[ὑποκαπνισμός]]; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: [[suffitio]], [[fumigatio]]; Persian: تدخین; Portuguese: [[fumigação]]; Spanish: [[fumigación]]; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:14, 7 November 2024
English (LSJ)
Ionic for θυμίαμα.
German (Pape)
[Seite 1223] τό, ion. = θυμίαμα, Her. 1, 198 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ion. c. θυμίαμα.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμίημα: θυμιῆται, Ἰων. ἀντὶ θυμίαμα, θυμιᾶται, ἴδε θυμιάω.
Greek Monolingual
θυμίημα, τὸ (Α)
ιων. τ. του θυμίαμα.
Greek Monotonic
θῡμίημα: Ιων. αντί θυμίαμα.
Translations
fumigation
Catalan: fumigació; Greek: υποκαπνισμός, καπνισμός; Ancient Greek: ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίημα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίημα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: suffitio, fumigatio; Persian: تدخین; Portuguese: fumigação; Spanish: fumigación; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw