κισσήρης: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kissiris | |Transliteration C=kissiris | ||
|Beta Code=kissh/rhs | |Beta Code=kissh/rhs | ||
|Definition=ες, (> [[ἀραρίσκω]]) = [[κισσηρεφής]] ([[ivy-clad]]), ὄχθαι S. ''Ant.'' 1132 (lyr.). | |Definition=ες, (> [[ἀραρίσκω]]) = [[κισσηρεφής]] ([[ivy-clad]]), ὄχθαι [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]'' 1132 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:34, 13 November 2024
English (LSJ)
ες, (> ἀραρίσκω) = κισσηρεφής (ivy-clad), ὄχθαι S.Ant. 1132 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1442] ες, dasselbe; ὄχθαι Soph. Ant. 1119, Schol. κισσοφόροι.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
couvert de lierre.
Étymologie: κισσός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κισσήρης -ες [κισσός, ἀραρίσκω] bedekt met klimop.
Russian (Dvoretsky)
κισσήρης: покрытый плющом (Νυσαίων ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph.).
Greek Monolingual
κισσήρης, -ῆρες (Α)
κισσηρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ήρης (< ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ»), πρβλ. λογχήρης, ποδήρης.
Greek Monotonic
κισσήρης: -ες (κισσός, *ἄρω), περιβεβλημένος με κισσό, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κισσήρης: -ες, (κισσός, *ἄρω) περιβεβλημένος κισσόν, ὄχθαι Σοφ. Ἀντ. 1132.