ἀντιπλήξ: Difference between revisions
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
(CSV import) |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antipliks | |Transliteration C=antipliks | ||
|Beta Code=a)ntiplh/c | |Beta Code=a)ntiplh/c | ||
|Definition=ῆγος, ὁ, ἡ, [[beaten by the waves]], ἀκταί | |Definition=-ῆγος, ὁ, ἡ, [[beaten by the waves]], ἀκταί [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''592 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br />battu des flots.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πλήσσω]]. | |btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br />[[battu des flots]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πλήσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=αὐτός πού κτυπιέται [[κατά]] μέτωπο). Ἀπό τό [[ἀντί]] + [[πλήσσω]] (=κτυπῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀντιπληκτίζω]] (=μαλώνω), [[ἀντιπλήκτης]], [[ἀντίπληξις]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[πλήσσω]]. | |mantxt=(=αὐτός πού κτυπιέται [[κατά]] μέτωπο). Ἀπό τό [[ἀντί]] + [[πλήσσω]] (=[[κτυπῶ]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀντιπληκτίζω]] (=[[μαλώνω]]), [[ἀντιπλήκτης]], [[ἀντίπληξις]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[πλήσσω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:43, 13 November 2024
English (LSJ)
-ῆγος, ὁ, ἡ, beaten by the waves, ἀκταί S.Ant.592 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ῆγος golpeado por las olas ἀκταί S.Ant.592.
German (Pape)
[Seite 258] ῆγος (πλήσσω), entgegenschlagend, wohl nur Soph. Ant. 588 ἀντιπλῆγες ἀκταί, von Wogen gepeitschte Ufer.
French (Bailly abrégé)
ῆγος (ὁ, ἡ)
battu des flots.
Étymologie: ἀντί, πλήσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπλήξ: ῆγος adj. ударяемый морским прибоем, о который плещутся волны (ἀκταί Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ἀντιπλῆγες ἀκταί, αἱ πλησσόμεναι κατὰ μετωπον ὑπὸ τῶν κυμάτων, οὐχὶ πλαγίως ὡς τὸ παραπλῆγες, ἴδε τὴν λέξ. κυματοπλήξ· ― ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592.
Greek Monolingual
ἀντιπλήξ (-ῆγος), ο, η (Α) αντιπλήσσω
αυτός που πλήττεται από τα κύματα.
Greek Monotonic
ἀντιπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ, δαρμένος από τα κύματα κατά μέτωπον, σε Σοφ.
Middle Liddell
beaten by the opposing waves, Soph.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού κτυπιέται κατά μέτωπο). Ἀπό τό ἀντί + πλήσσω (=κτυπῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀντιπληκτίζω (=μαλώνω), ἀντιπλήκτης, ἀντίπληξις. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα πλήσσω.