ἀνιστορέω: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(3) |
|||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anistoreo | |Transliteration C=anistoreo | ||
|Beta Code=a)nistore/w | |Beta Code=a)nistore/w | ||
|Definition= | |Definition=[[make inquiry into]], [[ask about]], ἄρνησις οὐκ, ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''578: c. acc. pers. et rei, [[ask]] a person [[about]] a thing, <b class="b3">πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἐκείνων ἃ</b>) ἀνιστορεῖς ἐμέ [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''963, cf. [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]'' 991, ''Ph.''253; σε.. ἀνιστορῶ [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''110; ἀ. τινὰ περί τινος Id.''Hipp.'' 92; [[investigate]], τι [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.5.5. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[preguntar]] c. ac. de cosa (pero puede haber atracción) [[ἄρνησις]] οὐκ ἔνεστι ὧν ἀνιστορεῖς S.<i>OT</i> 578<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa y pers. πάνθ' ... με E.<i>IT</i> 528, πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ A.<i>Pr</i>.963, cf. S.<i>OC</i> 991, <i>Ph</i>.253<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. σὲ ... ἀνιστορῶ E.<i>Supp</i>.110, τοῦ δὲ καί μ' ἀνιστορεῖς πέρι; E.<i>Hipp</i>.92, cf. <i>Io</i> 362, c. interr. indir. προυξερευνητὰς ὁδοῦ ἀνιστόρησα ... τίς ὁ στρατηγός E.<i>Rh</i>.297.<br /><b class="num">2</b> [[investigar]] τὰς αὐτομάτους γενέσεις Thphr.<i>CP</i> 1.5.5.<br /><b class="num">3</b> [[referir]], [[relatar]] τὸ αἴτιον τῆς ... αἱρέσεως Eus.<i>HE</i> 5.16.6, en v. pas. τὰ μὲν ... τῷ Ἰωσήπῳ ... ἀνιστόρηται Eus.<i>PE</i> 10.13.13. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[ἀνιστορῶ]] :<br />interroger : τινα qqn ; [[περί]] τινος sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἱστορέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{pape | ||
| | |ptext=<i>aus-, [[befragen]]</i>, τινά, Aesch. <i>Prom</i>. 965; Soph. <i>O.C</i>. 995; [[öfter]] τινὰ περί τινος, Eur. <i>Hipp</i>. 92. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνιστορέω:''' [[расспрашивать]], [[спрашивать]] (τινα Aesch., Soph. и τινα περί τινος Eur.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνιστορέω''': ἐρωτῶ νὰ μάθω, ἐρωτῶ, ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς Σοφ. Ο. Τ. 578· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος πράγματος, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 963, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 991, Φ. 253· οὕτω, σὲ… ἀνιστορῶ Εὐρ. Ἱκ. 110· ἀν. τινὰ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Ἱππ. 92: - ἐρευνῶ, [[ἐξετάζω]] τι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνιστορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ερωτώ]] να μάθω, [[ερευνώ]] για, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., [[ρωτώ]] κάποιον σχετικά με [[κάτι]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως, ἀν.τινὰ [[περί]] τινος, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀνιστορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ερωτώ]] να μάθω, [[ερευνώ]] για, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., [[ρωτώ]] κάποιον σχετικά με [[κάτι]], σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως, ἀν.τινὰ [[περί]] τινος, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to make [[inquiry]] [[into]], ask [[about]], Soph.: c. acc. pers. et rei, to ask a [[person]] [[about]] a [[thing]], Aesch., Soph.; so, ἀν. τινὰ [[περί]] τινος Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 15 November 2024
English (LSJ)
make inquiry into, ask about, ἄρνησις οὐκ, ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς S.OT578: c. acc. pers. et rei, ask a person about a thing, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἐκείνων ἃ) ἀνιστορεῖς ἐμέ A.Pr.963, cf. S.OC 991, Ph.253; σε.. ἀνιστορῶ E.Supp.110; ἀ. τινὰ περί τινος Id.Hipp. 92; investigate, τι Thphr. CP 1.5.5.
Spanish (DGE)
1 preguntar c. ac. de cosa (pero puede haber atracción) ἄρνησις οὐκ ἔνεστι ὧν ἀνιστορεῖς S.OT 578
•c. ac. de cosa y pers. πάνθ' ... με E.IT 528, πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ A.Pr.963, cf. S.OC 991, Ph.253
•c. ac. de pers. σὲ ... ἀνιστορῶ E.Supp.110, τοῦ δὲ καί μ' ἀνιστορεῖς πέρι; E.Hipp.92, cf. Io 362, c. interr. indir. προυξερευνητὰς ὁδοῦ ἀνιστόρησα ... τίς ὁ στρατηγός E.Rh.297.
2 investigar τὰς αὐτομάτους γενέσεις Thphr.CP 1.5.5.
3 referir, relatar τὸ αἴτιον τῆς ... αἱρέσεως Eus.HE 5.16.6, en v. pas. τὰ μὲν ... τῷ Ἰωσήπῳ ... ἀνιστόρηται Eus.PE 10.13.13.
French (Bailly abrégé)
ἀνιστορῶ :
interroger : τινα qqn ; περί τινος sur qch.
Étymologie: ἀνά, ἱστορέω.
German (Pape)
aus-, befragen, τινά, Aesch. Prom. 965; Soph. O.C. 995; öfter τινὰ περί τινος, Eur. Hipp. 92.
Russian (Dvoretsky)
ἀνιστορέω: расспрашивать, спрашивать (τινα Aesch., Soph. и τινα περί τινος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιστορέω: ἐρωτῶ νὰ μάθω, ἐρωτῶ, ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς Σοφ. Ο. Τ. 578· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. ἐρωτῶ τινα περί τινος πράγματος, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 963, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 991, Φ. 253· οὕτω, σὲ… ἀνιστορῶ Εὐρ. Ἱκ. 110· ἀν. τινὰ περί τινος ὁ αὐτ. Ἱππ. 92: - ἐρευνῶ, ἐξετάζω τι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5.
Greek Monotonic
ἀνιστορέω: μέλ. -ήσω, ερωτώ να μάθω, ερευνώ για, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., ρωτώ κάποιον σχετικά με κάτι, σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως, ἀν.τινὰ περί τινος, σε Ευρ.
Middle Liddell
to make inquiry into, ask about, Soph.: c. acc. pers. et rei, to ask a person about a thing, Aesch., Soph.; so, ἀν. τινὰ περί τινος Eur.