ἀκονιτί: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
m (pape replacement)
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans poussière ; sans combat, sans effort.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κονίω]].
|btext=<i>adv.</i><br />sans poussière ; sans combat, sans effort.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κονίω]].
}}
{{pape
|ptext=[νῑ], <i>ohne [[Staub]]</i>, d.i. (von der [[Palästra]] [[entlehnt]]) <i>[[kampflos]], [[mühelos]]</i>, Thuc. 4.73; [[νικᾶν]] Xen. <i>Ag</i>. 6.3, wo διὰ μάχης der <span class="ggns">Gegensatz</span>; ebenso Aesch. 1.64; auch Dem., z.B. ἀκ. ὑφ' ἑαυτῷ ποιήσεται 19.77. Oft Polyb. und Sp., vgl. DC. 5.8.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 35: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[χωρίς]] τή σκόνη τῆς κονίστρας, [[χωρίς]] κόπο). Ἀπό το α στερητ. + [[κονίω]] (=σκονίζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[κονίω]].
|mantxt=(=[[χωρίς]] τή σκόνη τῆς κονίστρας, [[χωρίς]] κόπο). Ἀπό το α στερητ. + [[κονίω]] (=[[σκονίζω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[κονίω]].
}}
}}
{{pape
{{lxth
|ptext=[νῑ], <i>ohne [[Staub]]</i>, d.i. (von der [[Palästra]] [[entlehnt]]) <i>[[kampflos]], [[mühelos]]</i>, Thuc. 4.73; [[νικᾶν]] Xen. <i>Ag</i>. 6.3, wo διὰ μάχης der <span class="ggns">Gegensatz</span>; ebenso Aesch. 1.64; auch Dem., z.B. ἀκ. ὑφ' ἑαυτῷ ποιήσεται 19.77. Oft Polyb. und Sp., vgl. DC. 5.8.
|lthtxt=''[[sine ullo certamine]]'', [[without any struggle]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.73.2/ 4.73.2].
}}
}}

Revision as of 11:19, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκονῑτί Medium diacritics: ἀκονιτί Low diacritics: ακονιτί Capitals: ΑΚΟΝΙΤΙ
Transliteration A: akonití Transliteration B: akoniti Transliteration C: akoniti Beta Code: a)koniti/

English (LSJ)

ἀκονιτί or ἀκονεί (SIG36B (Olympia, V. B.C.), D.19.77), Adv. of ἀκόνιτος, without the dust of the arena, i.e. without struggle, without effort, usually of the conqueror, Th.4.73, X.Ages.6.3; of the loser, εἰ ταῦτα προεῖτο ἀκονιτί D.18.200.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀκονιτεί IO 153.7 (V a.C.), D.19.77; ἀκονητί EM α 676, Theodos.Gr.Sp.75.27, lacon. ἀσσκονικτεί CEG 372 (Olimpia VI a.C.?)
adv. sin mancharse de polvo e.e. por abandono de la victoria en los Juegos Πυθοῖ πὺξ ἀκονιτί SIG 36A.14 (Delfos IV a.C.), τοὺς ἀκονιτὶ ... τοὺς διὰ μάχης νικῶντας X.Ages.6.3, cf. Philostr.Gym.11
gener. sin lucha, sin esfuerzo τὴν νίκην ... τίθεσθαι Th.4.73, νίκην νενικηκώς Aeschin.1.64, εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτ' ἀκονιτί D.18.200, τῆς θαλάττης ἐπικρατεῖν Plb.1.20.5, cf. 28.21.3, 38.8.3, παραλαμβάνειν τὴν πόλιν I.BI 1.304, κρατεῖν ἁπάντων Luc.DMort.23.1, εὐδαίμων οὗτος ἀκονιτὶ τρυφῶν Lib.Decl.29.6, ἀκονιτί· ἄνευ πόνου EM α 676, cf. Aristid.Or.1.107.
• Etimología: Cf. κόνις.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans poussière ; sans combat, sans effort.
Étymologie: , κονίω.

German (Pape)

[νῑ], ohne Staub, d.i. (von der Palästra entlehnt) kampflos, mühelos, Thuc. 4.73; νικᾶν Xen. Ag. 6.3, wo διὰ μάχης der Gegensatz; ebenso Aesch. 1.64; auch Dem., z.B. ἀκ. ὑφ' ἑαυτῷ ποιήσεται 19.77. Oft Polyb. und Sp., vgl. DC. 5.8.

Russian (Dvoretsky)

ἀκονῑτί: adv. не поднимая пыли, т. е. без усилий, без всякого труда Thuc., Dem., Polyb.: ἀκονιτὶ νικᾶν Xen., Aeschin. одержать легкую победу.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκονῑτί: [τῑ], ἐπίρρ. τοῦ ἀκόνιτος, ἄνευ τοῦ κονιορτοῦ τῆς κονίστρας, τ. ἔ. ἄνευ ἀγῶνος, χωρὶς κόπου ἢ προσπαθείας, Λατ. sine pulvere, ἐπὶ τοῦ νικῶντος, Θουκ. 4, 73, Ξεν. Ἀγησ. 6. 3· ἀλλά, εἰ ταῦτα προεῖτο ἀκονιτί, Δημ. 295. 7.

Greek Monolingual

ἀκονιτὶ και -τεὶ επίρρ. (Α) ἀκόνιτος
1. χωρίς τη σκόνη του στίβου
2. (ειδικά για τους νικητές αγώνων) χωρίς κόπο ή προσπάθεια.

Greek Monotonic

ἀκονῑτί: [τῑ], επίρρ. του ἀκόνιτος, χωρίς τον κονιορτό της κονίστρας, χωρίς την σκόνη της παλαίστρας, δηλ. χωρίς αγώνα, χωρίς κόπο, Λατ. sine pulvere, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

[adverb of ἀκόνιτος
without the dust of the arena, i. e. without a struggle, without effort, Lat. sine pulvere, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

without a struggle, without difficulty, without trouble

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=χωρίς τή σκόνη τῆς κονίστρας, χωρίς κόπο). Ἀπό το α στερητ. + κονίω (=σκονίζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κονίω.

Lexicon Thucydideum

sine ullo certamine, without any struggle, 4.73.2.