ἀξυγκρότητος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(5)
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tag: Manual revert
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aksygkrotitos
|Transliteration C=aksygkrotitos
|Beta Code=a)cugkro/thtos
|Beta Code=a)cugkro/thtos
|Definition=ον, for <b class="b3">ἀσυγκ-</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not welded together by the hammer</b>: metaph. of rowers, <b class="b2">not trained to pull together</b>, <span class="bibl">Th.8.95</span>; of style, <b class="b2">not compact, rambling</b>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>19</span>.</span>
|Definition=ἀξυγκρότητον, for [[ἀσυγκρότητος]], [[not]] [[weld]]ed together by the [[hammer]]: metaph. of [[rower]]s, not [[train]]ed to [[pull together]], Th.8.95; of style, [[not]] [[compact]], [[rambling]], D.H.''Dem.''19.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀξυγκρότητος''': -ον, [[ἀντί]] ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως [[μετὰ]] τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ [[πυκνόν]], ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀσυγκρότητος]] D.H.<i>Dem</i>.19<br /><b class="num">1</b> [[no ensamblado]] fig. de los remeros [[que no están entrenados para remar al unísono]] Th.8.95.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que no tiene cohesión]], [[incoherente]] del estilo, D.H.l.c.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0379.png Seite 379]] eigtl. [[nicht zusammengehämmert]], dah. von Soldaten, [[nicht eingeübt]], πληρώματα Thuc. 8, 95; vom Ausdruck, [[nicht gedrängt]], Dion. Hal. de vi Dem. 19.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>anc. att. p.</i> [[ἀσυγκρότητος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>att.</i> [[ἀξυγκρότητος]];<br />[[non déjà rassemblé]], <i>càd</i> [[qu'on prend n'importe où]], [[qui se trouve sous la main]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[συγκροτέω]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀσυγ- D.H.<i>Dem</i>.19<br /><b class="num">1</b> [[no ensamblado]] fig. de los remeros [[que no están entrenados para remar al unísono]] Th.8.95.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que no tiene cohesión]], [[incoherente]] del estilo, D.H.l.c.
|elrutext='''ἀσυγκρότητος:''' староатт. [[ἀξυγκρότητος]] 2 [[не сколоченный вместе]], т. е. [[недисциплинированный]], [[не обученный]] (πληρώματα Thuc.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀξυγκρότητος''': -ον, [[ἀντί]] ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως μετὰ τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ [[πυκνόν]], ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀξυγκρότητος]], -ον ([[αντί]] [[ἀσυγκρότητος]]) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν συγκολλήθηκε με [[σφυρί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους<br /><b>3.</b> (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>ξυγκροτώ</i> ([[αντί]] [[συγκροτώ]]) <span style="color: red;"><</span> <i>ξυν</i> <span style="color: red;">+</span> [[κροτώ]]].
|mltxt=[[ἀξυγκρότητος]], -ον ([[αντί]] [[ἀσυγκρότητος]]) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν συγκολλήθηκε με [[σφυρί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους<br /><b>3.</b> (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>ξυγκροτώ</i> ([[αντί]] [[συγκροτώ]]) <span style="color: red;"><</span> <i>ξυν</i> <span style="color: red;">+</span> [[κροτώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀξυγκρότητος:''' -ον ([[συγκροτέω]]), μη συγκολλημένος με [[σφυρηλάτηση]]· μεταφ. λέγεται για τα [[κουπιά]], μη εξασκημένος να κωπηλατεί ταυτόχρονα με άλλον, σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συγκροτέω]]<br />not [[welded]] [[together]] by the [[hammer]]:— metaph. of rowers, not [[trained]] to [[keep]] [[time]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[tumultuarius]]'', [[hurried]], [[makeshift]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.95.2/ 8.95.2].
}}
}}

Latest revision as of 13:50, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξυγκρότητος Medium diacritics: ἀξυγκρότητος Low diacritics: αξυγκρότητος Capitals: ΑΞΥΓΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: axynkrótētos Transliteration B: axynkrotētos Transliteration C: aksygkrotitos Beta Code: a)cugkro/thtos

English (LSJ)

ἀξυγκρότητον, for ἀσυγκρότητος, not welded together by the hammer: metaph. of rowers, not trained to pull together, Th.8.95; of style, not compact, rambling, D.H.Dem.19.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀσυγκρότητος D.H.Dem.19
1 no ensamblado fig. de los remeros que no están entrenados para remar al unísono Th.8.95.
2 fig. que no tiene cohesión, incoherente del estilo, D.H.l.c.

German (Pape)

[Seite 379] eigtl. nicht zusammengehämmert, dah. von Soldaten, nicht eingeübt, πληρώματα Thuc. 8, 95; vom Ausdruck, nicht gedrängt, Dion. Hal. de vi Dem. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
att. ἀξυγκρότητος;
non déjà rassemblé, càd qu'on prend n'importe où, qui se trouve sous la main.
Étymologie: , συγκροτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυγκρότητος: староатт. ἀξυγκρότητος 2 не сколоченный вместе, т. е. недисциплинированный, не обученный (πληρώματα Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀξυγκρότητος: -ον, ἀντί ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως μετὰ τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ πυκνόν, ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19.

Greek Monolingual

ἀξυγκρότητος, -ον (αντί ἀσυγκρότητος) (Α)
1. αυτός που δεν συγκολλήθηκε με σφυρί
2. μτφ. (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους
3. (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ξυγκροτώ (αντί συγκροτώ) < ξυν + κροτώ].

Greek Monotonic

ἀξυγκρότητος: -ον (συγκροτέω), μη συγκολλημένος με σφυρηλάτηση· μεταφ. λέγεται για τα κουπιά, μη εξασκημένος να κωπηλατεί ταυτόχρονα με άλλον, σε Θουκ.

Middle Liddell

συγκροτέω
not welded together by the hammer:— metaph. of rowers, not trained to keep time, Thuc.

Lexicon Thucydideum

tumultuarius, hurried, makeshift, 8.95.2.