ἀξυγκρότητος: Difference between revisions
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
(CSV import) Tag: Reverted |
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tag: Manual revert |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συγκροτέω]]<br />not [[welded]] [[together]] by the [[hammer]]:— metaph. of rowers, not [[trained]] to [[keep]] [[time]], Thuc. | |mdlsjtxt=[[συγκροτέω]]<br />not [[welded]] [[together]] by the [[hammer]]:— metaph. of rowers, not [[trained]] to [[keep]] [[time]], Thuc. | ||
}} | }} | ||
{{lxth | {{lxth | ||
|lthtxt=''[[tumultuarius]]'', [[hurried]], [[makeshift]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.95.2/ 8.95.2]. | |lthtxt=''[[tumultuarius]]'', [[hurried]], [[makeshift]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.95.2/ 8.95.2]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:50, 16 November 2024
English (LSJ)
ἀξυγκρότητον, for ἀσυγκρότητος, not welded together by the hammer: metaph. of rowers, not trained to pull together, Th.8.95; of style, not compact, rambling, D.H.Dem.19.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀσυγκρότητος D.H.Dem.19
1 no ensamblado fig. de los remeros que no están entrenados para remar al unísono Th.8.95.
2 fig. que no tiene cohesión, incoherente del estilo, D.H.l.c.
German (Pape)
[Seite 379] eigtl. nicht zusammengehämmert, dah. von Soldaten, nicht eingeübt, πληρώματα Thuc. 8, 95; vom Ausdruck, nicht gedrängt, Dion. Hal. de vi Dem. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
att. ἀξυγκρότητος;
non déjà rassemblé, càd qu'on prend n'importe où, qui se trouve sous la main.
Étymologie: ἀ, συγκροτέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυγκρότητος: староатт. ἀξυγκρότητος 2 не сколоченный вместе, т. е. недисциплинированный, не обученный (πληρώματα Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀξυγκρότητος: -ον, ἀντί ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως μετὰ τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ πυκνόν, ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19.
Greek Monolingual
ἀξυγκρότητος, -ον (αντί ἀσυγκρότητος) (Α)
1. αυτός που δεν συγκολλήθηκε με σφυρί
2. μτφ. (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους
3. (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ξυγκροτώ (αντί συγκροτώ) < ξυν + κροτώ].
Greek Monotonic
ἀξυγκρότητος: -ον (συγκροτέω), μη συγκολλημένος με σφυρηλάτηση· μεταφ. λέγεται για τα κουπιά, μη εξασκημένος να κωπηλατεί ταυτόχρονα με άλλον, σε Θουκ.
Middle Liddell
συγκροτέω
not welded together by the hammer:— metaph. of rowers, not trained to keep time, Thuc.