ἐκπληκτικός: Difference between revisions
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekpliktikos | |Transliteration C=ekpliktikos | ||
|Beta Code=e)kplhktiko/s | |Beta Code=e)kplhktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐκπληκτική, ἐκπληκτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[striking with consternation]], [[astounding]], θόρυβος Th.8.92; ἐ. τοῖς ἐχθροῖς X.''Eq.Mag.''8.18 (Comp.); [[ἐκπληκτικώτερον]] [[more surprising]] or [[startling]], Arist.''Po.''1460b25: Sup., Plb.3.4.5, Onos. 22.4.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[ἐκπληκτικῶς]] = [[terribly]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.25: Sup. ἐκπληκτικώτατα Ael.''NA'' 11.32.<br><span class="bld">2</span> [[with enthusiasm]], ἀποδέξασθαί τινα Plb.10.5.2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[sorprendente]] μέρος en una obra literaria, Arist.<i>Po</i>.1460<sup>b</sup>25, εἰς τὸ κατὰ φαντασίαν ἐκπληκτικόν Longin.15.11.<br /><b class="num">2</b> [[que expresa sorpresa]] τὰ δὲ ἀπὸ κλητικῆς ... θαυμαστικὰ καὶ ἐκπληκτικά Sch.D.T.435.<br /><b class="num">II</b> sent. neg.<br /><b class="num">1</b> [[que aturde]], [[que sobrecoge]] θόρυβος Th.8.92, κτύπος D.C.68.24.4.<br /><b class="num">2</b> [[terrorífico]] de soldados, X.<i>Eq.Mag</i>.8.18, ἐπιβολή Onas.22.4, περιπέτειαι Plb.3.4.5, θέαμα Ph.2.91, πάθη Plu.2.347a<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. sup. como adv. ἐκπληκτικώτατα ἐβόα Ael.<i>NA</i> 11.32, ἐκπληκτικώτατα ... βλέψαι καὶ φθέγξασθαι μέγα lanzar miradas terroríficas y dar grandes voces</i> de Héctor en combate, Philostr.<i>Her</i>.52.7.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[de manera terrible o terrorífica]] αὐτοῖς ἐ. ὁ βασιλεὺς προσφέρεται [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.25, ἐ. πρὸς ἀγῶνα κατεσκευασμένοι Plu.<i>Tim</i>.27.<br /><b class="num">2</b> [[con entusiasmo]] τοῦ δὲ πλήθους ... ἐ. αὐτὸν ἀποδεξαμένου Plb.10.5.2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0774.png Seite 774]] ή, όν, erschreckend, betäubend; [[θόρυβος]] Thuc. 8, 92; oft bei Pol.; τοῖς ἐχθροῖς, Xen. Hipparch. 8, 18. – Adv. ἐκπληκτικῶς, furchtbar, D. Sic. 14, 25; ἀποδέχεσθαί τινα, mit Staunen u. Bewunderung, Pol. 10, 5, 2; ἐκπληκτικωτάτως, Ael. N. A. 11, 32. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0774.png Seite 774]] ή, όν, erschreckend, betäubend; [[θόρυβος]] Thuc. 8, 92; oft bei Pol.; τοῖς ἐχθροῖς, Xen. Hipparch. 8, 18. – Adv. ἐκπληκτικῶς, furchtbar, D. Sic. 14, 25; ἀποδέχεσθαί τινα, mit Staunen u. Bewunderung, Pol. 10, 5, 2; ἐκπληκτικωτάτως, Ael. N. A. 11, 32. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à frapper de stupeur <i>ou</i> [[d'étonnement]], [[effrayant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπλήσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκπληκτικός:''' [[потрясающий]], [[ужасающий]] ([[θόρυβος]] Thuc.; [[ἀναγνώρισις]] Arst.); наводящий страх (τοῖς ἐχθροῖς Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπληκτικός''': -ή, -όν, ὁ προξενῶν ἔκπληξιν, [[θόρυβος]] Θουκ. 8. 92· ἐκπλ. τοῖς ἐχθροῖς Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 18· ἐκπληκτικώτερον Ἀριστ. Ποιητ. 25, 8. ― Ἐπίρρ. -κῶς, μετ’ ἐκπλήξεως, Πολύβ. 10. 5, 2· φοβερῶς, Διοδ. 14. 25· ὑπερθ. -ώτατα, Αἰλ. π. Ζ. 11. 32. | |lstext='''ἐκπληκτικός''': -ή, -όν, ὁ προξενῶν ἔκπληξιν, [[θόρυβος]] Θουκ. 8. 92· ἐκπλ. τοῖς ἐχθροῖς Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 18· ἐκπληκτικώτερον Ἀριστ. Ποιητ. 25, 8. ― Ἐπίρρ. -κῶς, μετ’ ἐκπλήξεως, Πολύβ. 10. 5, 2· φοβερῶς, Διοδ. 14. 25· ὑπερθ. -ώτατα, Αἰλ. π. Ζ. 11. 32. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκπληκτικός:''' -ή, -όν ([[ἐκπλήσσω]]), αυτός που προξενεί, που προκαλεί [[έκπληξη]], [[καταπληκτικός]], [[τρομακτικός]], [[φοβερός]], [[εντυπωσιακός]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐκπληκτικός:''' -ή, -όν ([[ἐκπλήσσω]]), αυτός που προξενεί, που προκαλεί [[έκπληξη]], [[καταπληκτικός]], [[τρομακτικός]], [[φοβερός]], [[εντυπωσιακός]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐκπληκτικός]], ή, όν [[ἐκπλήσσω]]<br />[[striking]] with [[consternation]], astounding, Thuc. | |mdlsjtxt=[[ἐκπληκτικός]], ή, όν [[ἐκπλήσσω]]<br />[[striking]] with [[consternation]], astounding, Thuc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[formidolosus]]'', [[terrifying]], [[dreadful]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.92.7/ 8.92.7]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:52, 16 November 2024
English (LSJ)
ἐκπληκτική, ἐκπληκτικόν,
A striking with consternation, astounding, θόρυβος Th.8.92; ἐ. τοῖς ἐχθροῖς X.Eq.Mag.8.18 (Comp.); ἐκπληκτικώτερον more surprising or startling, Arist.Po.1460b25: Sup., Plb.3.4.5, Onos. 22.4.
II Adv. ἐκπληκτικῶς = terribly, D.S.14.25: Sup. ἐκπληκτικώτατα Ael.NA 11.32.
2 with enthusiasm, ἀποδέξασθαί τινα Plb.10.5.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1sorprendente μέρος en una obra literaria, Arist.Po.1460b25, εἰς τὸ κατὰ φαντασίαν ἐκπληκτικόν Longin.15.11.
2 que expresa sorpresa τὰ δὲ ἀπὸ κλητικῆς ... θαυμαστικὰ καὶ ἐκπληκτικά Sch.D.T.435.
II sent. neg.
1 que aturde, que sobrecoge θόρυβος Th.8.92, κτύπος D.C.68.24.4.
2 terrorífico de soldados, X.Eq.Mag.8.18, ἐπιβολή Onas.22.4, περιπέτειαι Plb.3.4.5, θέαμα Ph.2.91, πάθη Plu.2.347a
•neutr. plu. sup. como adv. ἐκπληκτικώτατα ἐβόα Ael.NA 11.32, ἐκπληκτικώτατα ... βλέψαι καὶ φθέγξασθαι μέγα lanzar miradas terroríficas y dar grandes voces de Héctor en combate, Philostr.Her.52.7.
III adv. -ῶς
1 de manera terrible o terrorífica αὐτοῖς ἐ. ὁ βασιλεὺς προσφέρεται D.S.14.25, ἐ. πρὸς ἀγῶνα κατεσκευασμένοι Plu.Tim.27.
2 con entusiasmo τοῦ δὲ πλήθους ... ἐ. αὐτὸν ἀποδεξαμένου Plb.10.5.2.
German (Pape)
[Seite 774] ή, όν, erschreckend, betäubend; θόρυβος Thuc. 8, 92; oft bei Pol.; τοῖς ἐχθροῖς, Xen. Hipparch. 8, 18. – Adv. ἐκπληκτικῶς, furchtbar, D. Sic. 14, 25; ἀποδέχεσθαί τινα, mit Staunen u. Bewunderung, Pol. 10, 5, 2; ἐκπληκτικωτάτως, Ael. N. A. 11, 32.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à frapper de stupeur ou d'étonnement, effrayant.
Étymologie: ἐκπλήσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπληκτικός: потрясающий, ужасающий (θόρυβος Thuc.; ἀναγνώρισις Arst.); наводящий страх (τοῖς ἐχθροῖς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπληκτικός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν ἔκπληξιν, θόρυβος Θουκ. 8. 92· ἐκπλ. τοῖς ἐχθροῖς Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 18· ἐκπληκτικώτερον Ἀριστ. Ποιητ. 25, 8. ― Ἐπίρρ. -κῶς, μετ’ ἐκπλήξεως, Πολύβ. 10. 5, 2· φοβερῶς, Διοδ. 14. 25· ὑπερθ. -ώτατα, Αἰλ. π. Ζ. 11. 32.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐκπληκτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που προκαλεί έκπληξη
2. θαυμαστός, υπέροχος.
Greek Monotonic
ἐκπληκτικός: -ή, -όν (ἐκπλήσσω), αυτός που προξενεί, που προκαλεί έκπληξη, καταπληκτικός, τρομακτικός, φοβερός, εντυπωσιακός, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐκπληκτικός, ή, όν ἐκπλήσσω
striking with consternation, astounding, Thuc.