εὐνομέομαι: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evnomeomai
|Transliteration C=evnomeomai
|Beta Code=eu)nome/omai
|Beta Code=eu)nome/omai
|Definition=fut. -ήσομαι Hdt.1.97, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 380b: aor. 1 εὐνομήθην Hdt.1.66, [[ηὐν]]- Th.1.18: pf. εὐνόμημαι Epimenid. ap. D.L.1.113:—[[have good laws]], [[be well-ordered]], Hdt.ll.cc., Th.1.18, etc.; [πόλις] μέλλει εὐνομήσεσθαι Pl. l. c.; πόλις -ουμένη D.24.139, cf. Arist.''Rh.''1354a20, ''Pol.''1294a3; <b class="b3">οἰκία οὐκ εὐ.</b> Aeschin.1.171; <b class="b3">ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε</b> when you [[observe the laws]], ib.5. (Act. only in pres. part. εὐνομοῦσα Pl.''Lg.''927b.)
|Definition=fut. εὐνομήσομαι [[Herodotus|Hdt.]]1.97, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 380b: aor. 1 εὐνομήθην [[Herodotus|Hdt.]]1.66, ηὐνομήθην Th.1.18: pf. εὐνόμημαι Epimenid. ap. D.L.1.113:—[[have good laws]], [[be well-ordered]], [[Herodotus|Hdt.]]ll.cc., Th.1.18, etc.; [πόλις] μέλλει εὐνομήσεσθαι Pl. l. c.; πόλις εὐνομουμένη D.24.139, cf. Arist.''Rh.''1354a20, ''Pol.''1294a3; <b class="b3">οἰκία οὐκ εὐνομουμένη</b> Aeschin.1.171; <b class="b3">ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε</b> when you [[observe]] the [[law]]s, ib.5. (Act. only in pres. part. εὐνομοῦσα [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''927b.)
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐνομέομαι:''' [[иметь хорошие законы]], [[управляться хорошими законами]] (ἡ [[Λακεδαίμων]] εὐνομήθη Thuc.; [[πόλις]] εὐνομουμένη Dem., Arst., Plut.): [[οὕτω]] μεταβαλόντες εὐνομήθησαν Her. в результате этих перемен (лакедомоняне) получили хорошие законы.
|elrutext='''εὐνομέομαι:''' [[иметь хорошие законы]], [[управляться хорошими законами]] (ἡ [[Λακεδαίμων]] εὐνομήθη Thuc.; [[πόλις]] εὐνομουμένη Dem., Arst., Plut.): [[οὕτω]] μεταβαλόντες εὐνομήθησαν Her. в результате этих перемен (лакедомоняне) получили хорошие законы.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[εὐνομοῦμαι]], [[εὐνομέομαι]]<br />το ενεργ. μόνο στη μτχ. ενεστ. <i>εὐνομοῦσα</i>) [[εύνομος]] Ι<br />έχω καλούς νόμους, διοικούμαι καλά, έχω καλό [[πολίτευμα]] (α. «καὶ ηὐνομήθη καὶ ἀεὶ [[ἀτυράννευτος]] ἦν», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἰσχύσετε, [[ὅταν]] εὐνομῆσθε» — θα γίνετε ισχυροί, όταν υπηρετείτε τους νόμους, Αισχίν.<br />γ. «[[κράτος]] ευνομούμενο».
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐνομέομαι]],<br />Dep.:— to [[have]] [[good]] laws, to be [[orderly]], Hdt., Thuc., etc.
|mdlsjtxt=[[εὐνομέομαι]],<br />Dep.:— to [[have]] [[good]] laws, to be [[orderly]], Hdt., Thuc., etc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[bene moratum esse]]'', to [[be well-behaved]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.18.1/ 1.18.1].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνομέομαι Medium diacritics: εὐνομέομαι Low diacritics: ευνομέομαι Capitals: ΕΥΝΟΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: eunoméomai Transliteration B: eunomeomai Transliteration C: evnomeomai Beta Code: eu)nome/omai

English (LSJ)

fut. εὐνομήσομαι Hdt.1.97, Pl.R. 380b: aor. 1 εὐνομήθην Hdt.1.66, ηὐνομήθην Th.1.18: pf. εὐνόμημαι Epimenid. ap. D.L.1.113:—have good laws, be well-ordered, Hdt.ll.cc., Th.1.18, etc.; [πόλις] μέλλει εὐνομήσεσθαι Pl. l. c.; πόλις εὐνομουμένη D.24.139, cf. Arist.Rh.1354a20, Pol.1294a3; οἰκία οὐκ εὐνομουμένη Aeschin.1.171; ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε when you observe the laws, ib.5. (Act. only in pres. part. εὐνομοῦσα Pl.Lg.927b.)

German (Pape)

[Seite 1083] dep. pass., gute Gesetze u. Verfassung haben; οὕτω ἡ χώρη εὐνομήσεται Her. 1, 97; εὐνομήθησαν 1, 65; ἡ Λακεδαίμων ἐκ παλαιτάτου εὐνομήθη Thuc. 1, 18; εἰ μέλλει εὐνομήσεσθαι ἡ πόλις Plat. Rep. II, 380 b; oft πόλις εὐνομουμένη, wie Dem. 24, 139; οἰκία πλουσία καὶ οὐκ εὐνομουμένη, nicht gut verwaltet, Aesch. 1, 171.

Russian (Dvoretsky)

εὐνομέομαι: иметь хорошие законы, управляться хорошими законами (ἡ Λακεδαίμων εὐνομήθη Thuc.; πόλις εὐνομουμένη Dem., Arst., Plut.): οὕτω μεταβαλόντες εὐνομήθησαν Her. в результате этих перемен (лакедомоняне) получили хорошие законы.

Greek Monolingual

Α εὐνομοῦμαι, εὐνομέομαι
το ενεργ. μόνο στη μτχ. ενεστ. εὐνομοῦσα) εύνομος Ι
έχω καλούς νόμους, διοικούμαι καλά, έχω καλό πολίτευμα (α. «καὶ ηὐνομήθη καὶ ἀεὶ ἀτυράννευτος ἦν», Θουκ.
β. «ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε» — θα γίνετε ισχυροί, όταν υπηρετείτε τους νόμους, Αισχίν.
γ. «κράτος ευνομούμενο».

Greek (Liddell-Scott)

εὐνομέομαι: μέλλ. -ήσομαι Ἡροδ. 1. 97: ἀόρ. εὐνομήθην αὐτόθι 65: πρκμ. εὐνόμημαι Ἐπιμενίδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 113: Ἀποθ. Ἔχω νόμους καλούς, καλὸν πολίτευμα, εἶμαι εὔνομος, Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 1. 18, Πλάτ. κλ.· πόλις εὐνομεῖται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 380 Β· πόλις ευνομουμένη Δημ. 744. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 4 Πολιτικ. 4. 8, 5· οἰκία οὐκ εὐν. Αἰσχίν. 24. 24· ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε, ὅταν θὰ τηρῆτε τοὺς νόμους, ὁ αὐτ. 1. 26. - Ἐν Πλάτ. Νόμ. 927Β, ἀντὶ τῆς ἐνεργ. μετοχῆς εὐνομοῦσα, ὁ Ast. προτείνει εὔνομος οὖσα.

Greek Monotonic

εὐνομέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ εὐνομήθεν, αποθ.· διαθέτω καλούς νόμους, καλό πολίτευμα, είμαι σύννομος, εύρυθμος, τακτικός, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

εὐνομέομαι,
Dep.:— to have good laws, to be orderly, Hdt., Thuc., etc.

Lexicon Thucydideum

bene moratum esse, to be well-behaved, 1.18.1.