στρατηγίς: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
(CSV import)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stratigis
|Transliteration C=stratigis
|Beta Code=strathgi/s
|Beta Code=strathgi/s
|Definition=ίδος, ἡ, fem. Adj. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of the general]], σκηνή <span class="bibl">Paus.4.19.1</span>; [[πύλαι]] the door or entrance [[of the general's tent]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>49</span>; <b class="b3">ναῦς σ</b>. [[flag]]-ship, <span class="bibl">Th.2.84</span> (pl.), cf. <span class="bibl">And.1.11</span>; so <b class="b3">ἡ σ</b>. alone, <span class="bibl">Hdt.8.92</span>; at Rome, <b class="b3">σ. σπεῖραι</b> [[cohortes praetoriae]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>39</span>, cf. <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>3.45</span>; [[τάξεις]] ib.<span class="bibl">5.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as [[substantive]], fem. of [[στρατηγός]], [[female commander]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>835</span>,<span class="bibl">870</span>, <span class="bibl">Pherecr.235</span>.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ, fem. Adj.<br><span class="bld">A</span> [[of the general]], σκηνή Paus.4.19.1; [[πύλαι]] the door or entrance [[of the general's tent]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''49; <b class="b3">ναῦς σ.</b> [[flag]]-ship, Th.2.84 (pl.), cf. And.1.11; so <b class="b3">ἡ σ.</b> alone, [[Herodotus|Hdt.]]8.92; at Rome, <b class="b3">σ. σπεῖραι</b> [[cohortes praetoriae]], Plu.''Ant.''39, cf. App.''BC''3.45; [[τάξεις]] ib.5.3.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], fem. of [[στρατηγός]], [[female commander]], Ar.''Ec.''835,870, Pherecr.235.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στρατηγίς -ίδος f. [στρατηγός] adj. van de veldheer:; ναῦς σ. schip van de vlootcommandant, admiraalsschip Thuc. 2.84.3; ook ἡ στρατηγίς ( sc. ναῦς) admiraalsschip. Hdt. 8.92.2. subst. ἡ στρατηγίς vrouwelijke generaal, generaalse, alleen kom.: εὐθὺ τῆς στρατηγίδος direct naar de generaalse toe Aristoph. Eccl. 835.
|elnltext=στρατηγίς -ίδος f. [στρατηγός] adj. van de veldheer:; ναῦς σ. schip van de vlootcommandant, admiraalsschip Thuc. 2.84.3; ook ἡ στρατηγίς (''[[sc.]]'' ναῦς) admiraalsschip. Hdt. 8.92.2. subst. ἡ στρατηγίς vrouwelijke generaal, generaalse, alleen kom.: εὐθὺ τῆς στρατηγίδος direct naar de generaalse toe Aristoph. Eccl. 835.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στρᾰτηγίς:''' ίδος (ῐδ) adj. f<br /><b class="num">1)</b> [[полководческая]]: πύλαι στρατηγίδες Soph. вход в палатку полководца; [[ναῦς]] σ. Thuc. корабль командующего, флагманское судно;<br /><b class="num">2)</b> (в Риме) преторская: [[σπεῖρα]] σ. Plut. (лат. [[cohors]] [[praetoria]]) преторская когорта (личная охрана полководца).<br />ίδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> (sc. [[ναῦς]]) корабль командующего Her.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[γυνή]]) женщина-полководец Arph.
|elrutext='''στρᾰτηγίς:''' ίδος (ῐδ) adj. f<br /><b class="num">1</b> [[полководческая]]: πύλαι στρατηγίδες Soph. вход в палатку полководца; [[ναῦς]] σ. Thuc. корабль командующего, флагманское судно;<br /><b class="num">2</b> (в Риме) преторская: [[σπεῖρα]] σ. Plut. (лат. [[cohors]] [[praetoria]]) преторская когорта (личная охрана полководца).<br />ίδος ἡ<br /><b class="num">1</b> (''[[sc.]]'' [[ναῦς]]) [[корабль командующего]] Her.;<br /><b class="num">2</b> (''[[sc.]]'' [[γυνή]]) женщина-полководец Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που ανήκει στον στρατηγό («στρατηγὶς [[σκηνή]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[γυναίκα]] [[στρατηγός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «στρατηγίδες πύλαι» — η [[είσοδος]] της σκηνής στρατηγού (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «στρατηγὶς ναῦς»<br />(στην Αθήνα) το [[πλοίο]] του στρατηγού (<b>Θουκ.</b>)<br />γ) «στρατηγίδες σπεῑραι»<br />(στη [[Ρώμη]]) στρατιωτικά σώματα υπό την [[αρχηγία]] του πραίτωρα (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατηγός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ναυαρχ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που ανήκει στον στρατηγό («στρατηγὶς [[σκηνή]]», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[γυναίκα]] [[στρατηγός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «στρατηγίδες πύλαι» — η [[είσοδος]] της σκηνής στρατηγού (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «στρατηγὶς ναῦς»<br />(στην Αθήνα) το [[πλοίο]] του στρατηγού (<b>Θουκ.</b>)<br />γ) «στρατηγίδες σπεῖραι»<br />(στη [[Ρώμη]]) στρατιωτικά σώματα υπό την [[αρχηγία]] του πραίτωρα (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατηγός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[ναυαρχίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρᾰτηγίς:''' -[[ίδος]], θηλ. επίθ., αυτή που ανήκει στο στρατηγό· <i>πύλαιστρατηγίδες</i>, [[είσοδος]] σκηνής στρατηγού, σε Σοφ.· [[ναῦς]] [[στρατηγίς]], [[πλοίο]] ναυάρχου, [[ναυαρχίδα]], σε Θουκ.· ομοίως, ἡ [[στρατηγίς]] μόνον, σε Ηρόδ.· στη [[Ρώμη]], πραιτωριανή κοόρτη, Λατ. coors [[praetoria]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''στρᾰτηγίς:''' -ίδος, θηλ. επίθ., αυτή που ανήκει στο στρατηγό· <i>πύλαιστρατηγίδες</i>, [[είσοδος]] σκηνής στρατηγού, σε Σοφ.· [[ναῦς]] [[στρατηγίς]], [[πλοίο]] ναυάρχου, [[ναυαρχίδα]], σε Θουκ.· ομοίως, ἡ [[στρατηγίς]] μόνον, σε Ηρόδ.· στη [[Ρώμη]], πραιτωριανή κοόρτη, Λατ. coors [[praetoria]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στρᾰτηγίς, ίδος,<br />of the [[general]], πύλαι στρ. the [[entrance]] of the [[general]] s [[tent]], Soph.; [[ναῦς]] στρ. the [[admiral]]'s [[ship]], [[flag]]-[[ship]], Thuc.; so, ἡ στρ. [[alone]], Hdt.: at [[Rome]], [[σπεῖρα]] στρ. the [[praetorian]] [[cohort]], Plut.
|mdlsjtxt=στρᾰτηγίς, ίδος,<br />of the [[general]], πύλαι στρ. the [[entrance]] of the [[general]] s [[tent]], Soph.; [[ναῦς]] στρ. the [[admiral]]'s [[ship]], [[flag]]-[[ship]], Thuc.; so, ἡ στρ. [[alone]], Hdt.: at [[Rome]], [[σπεῖρα]] στρ. the [[praetorian]] [[cohort]], Plut.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[praetoria]] (navis)'', [[flagship]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.84.3/ 2.84.3].
}}
}}

Latest revision as of 14:44, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτηγίς Medium diacritics: στρατηγίς Low diacritics: στρατηγίς Capitals: ΣΤΡΑΤΗΓΙΣ
Transliteration A: stratēgís Transliteration B: stratēgis Transliteration C: stratigis Beta Code: strathgi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, fem. Adj.
A of the general, σκηνή Paus.4.19.1; πύλαι the door or entrance of the general's tent, S.Aj.49; ναῦς σ. flag-ship, Th.2.84 (pl.), cf. And.1.11; so ἡ σ. alone, Hdt.8.92; at Rome, σ. σπεῖραι cohortes praetoriae, Plu.Ant.39, cf. App.BC3.45; τάξεις ib.5.3.
II as substantive, fem. of στρατηγός, female commander, Ar.Ec.835,870, Pherecr.235.

German (Pape)

[Seite 951] ίδος, ἡ, feldherrlich; πύλαι, Soph. Ai. 49, die Thore des Feldherrnzeltes; mit u. ohne ναῦς, das Admiralschiff, Her. 8, 92; Thuc. 2, 84; τριήρης, Andoc. 1, 11. – Als fem. zu στρατηγός, Heerführerinn, Ar. Eccl. 835.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
du général, du commandant ; στρατηγὶς ναῦς ou τριήρης, ou subst.στρατηγίς le vaisseau-amiral ; στρατηγὶς σπεῖρα PLUT à Rome la cohorte prétorienne.
Étymologie: στρατηγός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατηγίς -ίδος f. [στρατηγός] adj. van de veldheer:; ναῦς σ. schip van de vlootcommandant, admiraalsschip Thuc. 2.84.3; ook ἡ στρατηγίς (sc. ναῦς) admiraalsschip. Hdt. 8.92.2. subst. ἡ στρατηγίς vrouwelijke generaal, generaalse, alleen kom.: εὐθὺ τῆς στρατηγίδος direct naar de generaalse toe Aristoph. Eccl. 835.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτηγίς: ίδος (ῐδ) adj. f
1 полководческая: πύλαι στρατηγίδες Soph. вход в палатку полководца; ναῦς σ. Thuc. корабль командующего, флагманское судно;
2 (в Риме) преторская: σπεῖρα σ. Plut. (лат. cohors praetoria) преторская когорта (личная охрана полководца).
ίδος ἡ
1 (sc. ναῦς) корабль командующего Her.;
2 (sc. γυνή) женщина-полководец Arph.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. ως επίθ. αυτή που ανήκει στον στρατηγό («στρατηγὶς σκηνή», Παυσ.)
2. ως ουσ. γυναίκα στρατηγός
3. φρ. α) «στρατηγίδες πύλαι» — η είσοδος της σκηνής στρατηγού (Σοφ.)
β) «στρατηγὶς ναῦς»
(στην Αθήνα) το πλοίο του στρατηγού (Θουκ.)
γ) «στρατηγίδες σπεῖραι»
(στη Ρώμη) στρατιωτικά σώματα υπό την αρχηγία του πραίτωρα (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατηγός + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ναυαρχίς)].

Greek Monotonic

στρᾰτηγίς: -ίδος, θηλ. επίθ., αυτή που ανήκει στο στρατηγό· πύλαιστρατηγίδες, είσοδος σκηνής στρατηγού, σε Σοφ.· ναῦς στρατηγίς, πλοίο ναυάρχου, ναυαρχίδα, σε Θουκ.· ομοίως, ἡ στρατηγίς μόνον, σε Ηρόδ.· στη Ρώμη, πραιτωριανή κοόρτη, Λατ. coors praetoria, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτηγίς: -ίδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., ἡ τοῦ στρατηγοῦ, σκηνὴ Παυσ. 4. 19, 1· πύλαι στρ., ἡ πύληεἴσοδος εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ στρατηγοῦ, Σοφ. Αἴ. 49· ναῦς στρ., τὸ πλοῖον τοῦ ναυάρχου, ἡ ναυαρχίς, Θουκ. 2. 84, πρβλ. Ἀνδοκ. 2. 31· οὕτω μόνον, ἡ στρατηγὶς Ἡρόδ. 8. 92· - ἐν Ρώμῃ, σπεῖρα στρ., cohors praetoria, Πλουτ. Ἀντ. 39, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 45., 5. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., θηλ. τοῦ στρατηγός, γυνὴ διοικοῦσα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 835, 870, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 53.

Middle Liddell

στρᾰτηγίς, ίδος,
of the general, πύλαι στρ. the entrance of the general s tent, Soph.; ναῦς στρ. the admiral's ship, flag-ship, Thuc.; so, ἡ στρ. alone, Hdt.: at Rome, σπεῖρα στρ. the praetorian cohort, Plut.

Lexicon Thucydideum

praetoria (navis), flagship, 2.84.3.