σαλπιγκτής: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=salpigktis
|Transliteration C=salpigktis
|Beta Code=salpigkth/s
|Beta Code=salpigkth/s
|Definition=οῦ, ὁ, [[trumpeter]], Th.6.69, X.An. 4.3.29, Ascl.Tact.2.9, 6.3, etc.; this spelling has the best MS. authority and occurs in Phld.Rh.2.299 S., but has not been found in Att. Inscrr.; [[σαλπικτής]], SIG153.68 (Delos, iv B.C.), IG3.1288, POxy.519.16 (ii A.D.), etc.; Boeot. [[σαλπικτάς]] IG7.1773 (Thespiae, ii A.D.), [[σαλπιγκτάς]] ib.3195 (Orchom., i B.C.); later [[σαλπιστής]], ib.9(2).525.4 (Thessaly, ii B.C.), 3.1285 (Attica, i A.D.), 7.3196 (Orchom. Boeot.), Sammelb.4591.3, etc.; also in Plb.1.45.13, D.H.4.17, Apoc.18.22, etc.<br><span class="bld">2</span> = [[ὄρνις]] ὁμοίως σάλπιγγι [[φθεγγόμενος]], Phot.; = [[ὀρχίλος]], Hsch.
|Definition=σαλπιγκτοῦ, ὁ, [[trumpeter]], Th.6.69, X.An. 4.3.29, Ascl.Tact.2.9, 6.3, etc.; this spelling has the best MS. authority and occurs in Phld.Rh.2.299 S., but has not been found in Att. Inscrr.; [[σαλπικτής]], SIG153.68 (Delos, iv B.C.), IG3.1288, POxy.519.16 (ii A.D.), etc.; Boeot. [[σαλπικτάς]] IG7.1773 (Thespiae, ii A.D.), [[σαλπιγκτάς]] ib.3195 (Orchom., i B.C.); later [[σαλπιστής]], ib.9(2).525.4 (Thessaly, ii B.C.), 3.1285 (Attica, i A.D.), 7.3196 (Orchom. Boeot.), Sammelb.4591.3, etc.; also in Plb.1.45.13, D.H.4.17, Apoc.18.22, etc.<br><span class="bld">2</span> = [[ὄρνις]] ὁμοίως σάλπιγγι [[φθεγγόμενος]], Phot.; = [[ὀρχίλος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ὁ, Trompeter; Thuc. 6, 69; Xen. An. 4, 3, 29 u. öfter; Pol. 14, 3, 5 u. sonst; weniger gebräuchliche Nebenformen sind [[σαλπικτής]] u. [[σαλπιστής]], Lob. Phryn. p. 191.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ὁ, [[Trompeter]]; Thuc. 6, 69; Xen. An. 4, 3, 29 u. öfter; Pol. 14, 3, 5 u. sonst; weniger gebräuchliche Nebenformen sind [[σαλπικτής]] u. [[σαλπιστής]], Lob. Phryn. p. 191.
}}
{{bailly
|btext=v. [[σαλπικτής]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σαλπι(γ)κτής -οῦ, ὁ [σαλπίζω] [[trompetter]].
|elnltext=[[σαλπιγκτής]], [[σαλπικτής]] -οῦ, ὁ [[σαλπίζω]] [[trompetter]].
}}
{{elru
|elrutext='''σαλπιγκτής:''' οῦ ὁ = [[σαλπικτής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σαλπιστής]] ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και [[σαλπικτής]] και [[σαλπιγκτήρ]], -ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α<br />αυτός που σαλπίζει, που παίζει [[σάλπιγγα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[στρατιώτης]] του οποίου [[έργο]] [[είναι]] να σαλπίζει τα παραγγέλματα για [[έγερση]], ασκήσεις, [[ανάπαυση]], [[κατάκλιση]], [[καθώς]] και τα παραγγέλματα σε ώρα μάχης<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διακηρύσσει, που διαλαλεί σπουδαία γεγονότα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) [[πτηνό]] με [[φωνή]] παραπλήσια [[προς]] τον ήχο της σάλπιγγας, ο [[ορχίλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαλπίζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σαλπίγγ</i>-<i>jω</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σαλπιστής]] ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και [[σαλπικτής]] και [[σαλπιγκτήρ]], -ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α<br />αυτός που σαλπίζει, που παίζει [[σάλπιγγα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[στρατιώτης]] του οποίου [[έργο]] [[είναι]] να σαλπίζει τα παραγγέλματα για [[έγερση]], ασκήσεις, [[ανάπαυση]], [[κατάκλιση]], [[καθώς]] και τα παραγγέλματα σε ώρα μάχης<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διακηρύσσει, που διαλαλεί σπουδαία γεγονότα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) [[πτηνό]] με [[φωνή]] παραπλήσια [[προς]] τον ήχο της σάλπιγγας, ο [[ορχίλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαλπίζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σαλπίγγ</i>-<i>jω</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σαλπιγκτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που δίνει παραγγέλματα με τη [[σάλπιγγα]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σαλπιγκτής]], οῦ, ὁ,<br />a [[trumpeter]], Thuc., Xen. [from [[σάλπιγξ]]
|mdlsjtxt=[[σαλπιγκτής]], οῦ, ὁ,<br />a [[trumpeter]], Thuc., Xen. [from [[σάλπιγξ]]
}}
{{lsm
|lsmtext='''σαλπιγκτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που δίνει παραγγέλματα με τη [[σάλπιγγα]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{bailly
|btext=v. [[σαλπικτής]].
}}
{{elru
|elrutext='''σαλπιγκτής:''' οῦ ὁ = [[σαλπικτής]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[tubicen]]'', [[trumpeter]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.69.2/ 6.69.2].
}}
{{trml
|trtx====[[trumpeter]]===
Armenian: շեփորահար, փողահար; Asturian: trompetista, trompeteru; Belarusian: трубач; Catalan: trompetista, trompeter, trompeta; Chinese Mandarin: 喇叭手; Czech: trumpetista; Danish: trompetist, trompeter; Dutch: [[trompettist]], [[trompettiste]]; Esperanto: trumpetisto; Finnish: trumpetisti; French: [[trompettiste]]; Galician: trompetista, trompeta; German: [[Trompeter]], [[Trompeterin]]; Hungarian: trombitás, kürtös, trombitajátékos; Irish: trumpadóir; Japanese: トランペッター, 喇叭手; Latin: [[bucinator]], [[aeneator]]; Norman: trompetteux; Norwegian Bokmål: trompetist; Nynorsk: trompetist; Old English: bīemere; Persian: شیپورچی‎, شیپورزن‎; Polish: trębacz, trębaczka; Portuguese: [[trompetista]], [[trombeteiro]], [[trombeta]]; Russian: [[трубач]]; Spanish: [[trompetista]], [[trompetero]], [[trompeta]]; Swedish: trumpetare
}}
}}

Latest revision as of 15:26, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαλπιγκτής Medium diacritics: σαλπιγκτής Low diacritics: σαλπιγκτής Capitals: ΣΑΛΠΙΓΚΤΗΣ
Transliteration A: salpinktḗs Transliteration B: salpinktēs Transliteration C: salpigktis Beta Code: salpigkth/s

English (LSJ)

σαλπιγκτοῦ, ὁ, trumpeter, Th.6.69, X.An. 4.3.29, Ascl.Tact.2.9, 6.3, etc.; this spelling has the best MS. authority and occurs in Phld.Rh.2.299 S., but has not been found in Att. Inscrr.; σαλπικτής, SIG153.68 (Delos, iv B.C.), IG3.1288, POxy.519.16 (ii A.D.), etc.; Boeot. σαλπικτάς IG7.1773 (Thespiae, ii A.D.), σαλπιγκτάς ib.3195 (Orchom., i B.C.); later σαλπιστής, ib.9(2).525.4 (Thessaly, ii B.C.), 3.1285 (Attica, i A.D.), 7.3196 (Orchom. Boeot.), Sammelb.4591.3, etc.; also in Plb.1.45.13, D.H.4.17, Apoc.18.22, etc.
2 = ὄρνις ὁμοίως σάλπιγγι φθεγγόμενος, Phot.; = ὀρχίλος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 860] ὁ, Trompeter; Thuc. 6, 69; Xen. An. 4, 3, 29 u. öfter; Pol. 14, 3, 5 u. sonst; weniger gebräuchliche Nebenformen sind σαλπικτής u. σαλπιστής, Lob. Phryn. p. 191.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαλπιγκτής, σαλπικτής -οῦ, ὁ σαλπίζω trompetter.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σαλπιστής ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και σαλπικτής και σαλπιγκτήρ, -ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α
αυτός που σαλπίζει, που παίζει σάλπιγγα
νεοελλ.
1. στρ. στρατιώτης του οποίου έργο είναι να σαλπίζει τα παραγγέλματα για έγερση, ασκήσεις, ανάπαυση, κατάκλιση, καθώς και τα παραγγέλματα σε ώρα μάχης
2. μτφ. αυτός που διακηρύσσει, που διαλαλεί σπουδαία γεγονότα
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) πτηνό με φωνή παραπλήσια προς τον ήχο της σάλπιγγας, ο ορχίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαλπίζω (< σαλπίγγ-) + κατάλ. -της].

Greek (Liddell-Scott)

σαλπιγκτής: -οῦ, ὁ, ὁ σαλπίζων, Θουκ. 6.69, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 29, κτλ.· ὁ τύπος σαλπικτὰς ἢ -ὴς ἀπαντᾷ ἐν Βοιωτικαῖς Ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 1585-6)· σαλπιστὴς ἔν τινι Ἀττ. Ἐπιγρ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 306), ἐν Βοιωτ. 1584 καὶ -7), καὶ ἐν ἄλλαις, ὡσαύτως παρὰ Πολυβ. 1. 45, 13, Διον. Ἁλ. 4. 17, κτλ.· - ὁ Schäf. καὶ ὁ L. Dind. προτιμᾷ τὸν τύπον σαλπικτὴς παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς (κατ’ ἀναλογίαν τοῦ συρικτής, φορμικτής)· ἀλλὰ πλείονες οἱ συνηγοροῦντες ὑπὲρ τοῦ τύπου σαλπιγκτής, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 191, Ἡσύχ.

Middle Liddell

σαλπιγκτής, οῦ, ὁ,
a trumpeter, Thuc., Xen. [from σάλπιγξ

Greek Monotonic

σαλπιγκτής: -οῦ, ὁ, αυτός που δίνει παραγγέλματα με τη σάλπιγγα, σε Θουκ., Ξεν.

French (Bailly abrégé)

v. σαλπικτής.

Russian (Dvoretsky)

σαλπιγκτής: οῦ ὁ = σαλπικτής.

Lexicon Thucydideum

tubicen, trumpeter, 6.69.2.

Translations

trumpeter

Armenian: շեփորահար, փողահար; Asturian: trompetista, trompeteru; Belarusian: трубач; Catalan: trompetista, trompeter, trompeta; Chinese Mandarin: 喇叭手; Czech: trumpetista; Danish: trompetist, trompeter; Dutch: trompettist, trompettiste; Esperanto: trumpetisto; Finnish: trumpetisti; French: trompettiste; Galician: trompetista, trompeta; German: Trompeter, Trompeterin; Hungarian: trombitás, kürtös, trombitajátékos; Irish: trumpadóir; Japanese: トランペッター, 喇叭手; Latin: bucinator, aeneator; Norman: trompetteux; Norwegian Bokmål: trompetist; Nynorsk: trompetist; Old English: bīemere; Persian: شیپورچی‎, شیپورزن‎; Polish: trębacz, trębaczka; Portuguese: trompetista, trombeteiro, trombeta; Russian: трубач; Spanish: trompetista, trompetero, trompeta; Swedish: trumpetare