сжигать: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[καίω]], [[δαίνυμι]], [[αἴθω]], [[λαφύσσω]], [[λαφύττω]], [[πίμπρημι]], [[πιμπράω]], [[πυρπολέω]], [[φλέγω]], [[πυρεύω]], [[φλογίζω]], [[ἐμπίπρημι]], [[ἀμφιπονέομαι]], [[περιφλεύω]], [[περιφλέγω]], [[περικαίω]], [[ἐκπυρόω]], [[ἐμπυρίζω]], [[ὑποπίμπρημι]], [[λαμπαδεύω]], [[καταιθαλόω]], [[ἀνθρακόω]], [[κατανθρακόω]], [[ἐξοπτάω]], [[διαπυρόομαι]], [[καταίθω]], [[ἐπιφλέγω]], [[καταφλέγω]], [[καταφρύγω]], [[κατασμύχω]], [[διαφλέγω]], [[φλεγέθω]], [[καταπυρπολέω]], [[συμπίπρημι]], [[συμφλέγω]], [[καθαγίζω]], [[καταγίζω]], [[δαίω]] | |rueltext=[[καίω]], [[δαίνυμι]], [[αἴθω]], [[λαφύσσω]], [[λαφύττω]], [[πίμπρημι]], [[πιμπράω]], [[πυρπολέω]], [[φλέγω]], [[πυρεύω]], [[φλογίζω]], [[ἐμπίπρημι]], [[ἀμφιπονέομαι]], [[περιφλεύω]], [[περιφλέγω]], [[περικαίω]], [[ἐκπυρόω]], [[ἐμπυρίζω]], [[ὑποπίμπρημι]], [[λαμπαδεύω]], [[καταιθαλόω]], [[ἀνθρακόω]], [[κατανθρακόω]], [[ἐξοπτάω]], [[διαπυρόομαι]], [[καταίθω]], [[ἐπιφλέγω]], [[καταφλέγω]], [[καταφρύγω]], [[κατασμύχω]], [[διαφλέγω]], [[φλεγέθω]], [[καταπυρπολέω]], [[συμπίπρημι]], [[κατακαίω]], [[κατακάω]], [[συμφλέγω]], [[καθαγίζω]], [[καταγίζω]], [[δαίω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 19 November 2024
Russian > Greek
καίω, δαίνυμι, αἴθω, λαφύσσω, λαφύττω, πίμπρημι, πιμπράω, πυρπολέω, φλέγω, πυρεύω, φλογίζω, ἐμπίπρημι, ἀμφιπονέομαι, περιφλεύω, περιφλέγω, περικαίω, ἐκπυρόω, ἐμπυρίζω, ὑποπίμπρημι, λαμπαδεύω, καταιθαλόω, ἀνθρακόω, κατανθρακόω, ἐξοπτάω, διαπυρόομαι, καταίθω, ἐπιφλέγω, καταφλέγω, καταφρύγω, κατασμύχω, διαφλέγω, φλεγέθω, καταπυρπολέω, συμπίπρημι, κατακαίω, κατακάω, συμφλέγω, καθαγίζω, καταγίζω, δαίω