μονόκωλος: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monokolos
|Transliteration C=monokolos
|Beta Code=mono/kwlos
|Beta Code=mono/kwlos
|Definition=Ion. [[μουνόκωλος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[with but one leg]], of a fabulous race of men, Plin.''HN''7.23, Gell. 9.4.<br><span class="bld">2</span> [[with one stem]], ἄπιος [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.15.5; φύλλον Id.''HP''9.18.8 (dub.).<br><span class="bld">3</span> [[of one story]], οἰκήματα Hdt.1.179.<br><span class="bld">4</span> Subst., a bandage, [[for one limb]], Sor.''Fasc.''57.<br><span class="bld">5</span> of periods, [[consisting of one clause]], Arist.''Rh.''1409b17; also [[λόγος]] μ. Plu.2.7b, D.H.''Dem.''42; ὑπόθεσις Id.''Th.''6.<br><span class="bld">6</span> generally, [[of one kind]], [[one-sided]], <b class="b3">ἔχει τὴν φύσιν μ.</b>, of nations, Arist.''Pol.''1327b35.
|Definition=Ion. [[μουνόκωλος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[with but one leg]], of a [[fabulous]] [[race]] of men, Plin.''HN''7.23, Gell. 9.4.<br><span class="bld">2</span> [[with one stem]], [[ἄπιος]] [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.15.5; [[φύλλον]] Id.''HP''9.18.8 (dub.).<br><span class="bld">3</span> [[of one story]], οἰκήματα [[Herodotus|Hdt.]]1.179.<br><span class="bld">4</span> Subst., a [[bandage]], [[for one limb]], Sor.''Fasc.''57.<br><span class="bld">5</span> of periods, [[consisting of one clause]], Arist.''Rh.''1409b17; also [[λόγος]] μονόκωλος Plu.2.7b, D.H.''Dem.''42; [[ὑπόθεσις]] Id.''Th.''6.<br><span class="bld">6</span> generally, [[of one kind]], [[one-sided]], <b class="b3">ἔχει τὴν φύσιν μονόκωλον</b>, of nations, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1327b35.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] eingliederig, Pflanzen von [[einem]] Schuß, Theophr.; übertr. von der Rede, [[περίοδος]], ein aus [[einem]] Gliede bestehender Satz, Rhett.; [[λόγος]], Plut. de educ. lib. 9. Auch = von [[einer]] Art, einseitig, [[φύσις]], Arist. pol. 7, 7. – Bei Her. 1, 179 ist μουνόκωλον [[οἴκημα]] ein aus [[einer]] Abtheilung <b class="b2">od. einem</b> Stockwerke bestehendes Gebäude.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] [[eingliederig]], [[Pflanzen von einem Schuß]], Theophr.; übertr. von der Rede, [[περίοδος]], ein aus [[einem]] Gliede bestehender Satz, Rhett.; [[λόγος]], Plut. de educ. lib. 9. Auch = von [[einer]] Art, [[einseitig]], [[φύσις]], Arist. pol. 7, 7. – Bei Her. 1, 179 ist μουνόκωλον [[οἴκημα]] ein aus [[einer]] [[Abtheilung]] <b class="b2">od. einem</b> Stockwerke bestehendes Gebäude.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόκωλος''': Ἰων. μουν-, ον, ἐπὶ ὀρχηστῶν, ὁ ἱστάμενος ἐπὶ τοῦ ἑτέρου τῶν ποδῶν, Γέλλ. 9. 4, 9, Πλίν. 7. 2, 23. 2) ὁ ἐξ ἑνὸς κώλου, μέλους ἀποτελούμενος, μὴ ἔχων πολλὰ [[μέλη]], [[ἄπιος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 5. 3) ἐπὶ οἰκοδομήματος, τὸ ἔχον ἓν μόνον πάτωμα, Ἡρόδ. 1. 179· πρβλ. [[κῶλον]] ΙΙ 1. 4) ἐπὶ περιόδων συνισταμένων ἐξ ἑνὸς μόνον κώλου, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 5, Πλούτ. 2. 7C. 5) [[καθόλου]], ὁ ενὸς εἴδους ὤν, [[μονομερής]], ἔχει τὴν φύσιν μ., ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 7, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυρμήκων ὁδοί· αἱ μονόκωλοι τρίβοι». ― Ἐπίρρ. μονοκώλως, κατὰ τρόπον μονόκωλον, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 481D.
|lstext='''μονόκωλος''': Ἰων. μουν-, ον, ἐπὶ ὀρχηστῶν, ὁ ἱστάμενος ἐπὶ τοῦ ἑτέρου τῶν ποδῶν, Γέλλ. 9. 4, 9, Πλίν. 7. 2, 23. 2) ὁ ἐξ ἑνὸς κώλου, μέλους ἀποτελούμενος, μὴ ἔχων πολλὰ [[μέλη]], [[ἄπιος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 5. 3) ἐπὶ οἰκοδομήματος, τὸ ἔχον ἓν μόνον πάτωμα, Ἡρόδ. 1. 179· πρβλ. [[κῶλον]] ΙΙ 1. 4) ἐπὶ περιόδων συνισταμένων ἐξ ἑνὸς μόνον κώλου, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 5, Πλούτ. 2. 7C. 5) [[καθόλου]], ὁ ενὸς εἴδους ὤν, [[μονομερής]], ἔχει τὴν φύσιν μ., ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 7, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυρμήκων ὁδοί· αἱ μονόκωλοι τρίβοι». ― Ἐπίρρ. [[μονοκώλως]], κατὰ τρόπον μονόκωλον, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 481D.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 17:28, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκωλος Medium diacritics: μονόκωλος Low diacritics: μονόκωλος Capitals: ΜΟΝΟΚΩΛΟΣ
Transliteration A: monókōlos Transliteration B: monokōlos Transliteration C: monokolos Beta Code: mono/kwlos

English (LSJ)

Ion. μουνόκωλος, ον,
A with but one leg, of a fabulous race of men, Plin.HN7.23, Gell. 9.4.
2 with one stem, ἄπιος Thphr. CP 2.15.5; φύλλον Id.HP9.18.8 (dub.).
3 of one story, οἰκήματα Hdt.1.179.
4 Subst., a bandage, for one limb, Sor.Fasc.57.
5 of periods, consisting of one clause, Arist.Rh.1409b17; also λόγος μονόκωλος Plu.2.7b, D.H.Dem.42; ὑπόθεσις Id.Th.6.
6 generally, of one kind, one-sided, ἔχει τὴν φύσιν μονόκωλον, of nations, Arist.Pol.1327b35.

German (Pape)

[Seite 203] eingliederig, Pflanzen von einem Schuß, Theophr.; übertr. von der Rede, περίοδος, ein aus einem Gliede bestehender Satz, Rhett.; λόγος, Plut. de educ. lib. 9. Auch = von einer Art, einseitig, φύσις, Arist. pol. 7, 7. – Bei Her. 1, 179 ist μουνόκωλον οἴκημα ein aus einer Abtheilung od. einem Stockwerke bestehendes Gebäude.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n'a qu'un membre en parl. d'une période;
2 qui n'a qu'un étage.
Étymologie: μόνος, κῶλον.

Russian (Dvoretsky)

μονόκωλος: ион. μουνόκωλος 2
1 состоящий из одного яруса, т. е. одноэтажный или из одной комнаты; (οἴκημα Her.);
2 одного свойства, односторонний (ἡ τοῦ ἔθνους φύσις Arst.);
3 однообразный (λόγος Plut.);
4 стоящий на одной ноге (hominum genus Plin.);
5 рит. одночленный (περίοδος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόκωλος: Ἰων. μουν-, ον, ἐπὶ ὀρχηστῶν, ὁ ἱστάμενος ἐπὶ τοῦ ἑτέρου τῶν ποδῶν, Γέλλ. 9. 4, 9, Πλίν. 7. 2, 23. 2) ὁ ἐξ ἑνὸς κώλου, μέλους ἀποτελούμενος, μὴ ἔχων πολλὰ μέλη, ἄπιος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 15, 5. 3) ἐπὶ οἰκοδομήματος, τὸ ἔχον ἓν μόνον πάτωμα, Ἡρόδ. 1. 179· πρβλ. κῶλον ΙΙ 1. 4) ἐπὶ περιόδων συνισταμένων ἐξ ἑνὸς μόνον κώλου, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 5, Πλούτ. 2. 7C. 5) καθόλου, ὁ ενὸς εἴδους ὤν, μονομερής, ἔχει τὴν φύσιν μ., ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 7, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυρμήκων ὁδοί· αἱ μονόκωλοι τρίβοι». ― Ἐπίρρ. μονοκώλως, κατὰ τρόπον μονόκωλον, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 481D.

Greek Monolingual

μονόκωλος, ιων. τ. μουνόκωλος, -ον (Α)
1. (για χορευτή) αυτός που χορεύει με το ένα πόδι
2. (για φυτό) αυτός που αποτελείται από έναν βλαστό
3. (για οικοδόμημα) αυτό που αποτελείται από έναν όροφο
4. (για περίοδο) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο κώλο
5. (για λόγο) μονότονος, χωρίς ποικιλία
6. (για έθνος) αυτό που αποτελείται από ένα μόνο είδος
7. το αρσ. ως ουσ.μονόκωλος
επίδεσμος προορισμένος για ένα σκέλος.
επίρρ...
μονοκώλως (Α)
μονότονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κωλος (< κῶλον)].

Greek Monotonic

μονόκωλος: -ον, Ιων. μουνο-, -ον (κῶλον), αυτός που έχει μόνο ένα πόδι· λέγεται για κτίρια, αυτό που έχει ένα μόνο πάτωμα, σε Ηρόδ.· λέγεται για περίοδο λόγου, αυτή που αποτελείται από μία μόνο πρόταση, σε Αριστ.· γενικά, αυτός που ανήκει σε ένα μόνο είδος, που έχει μία μόνο πλευρά, μονόπλευρος, στον ίδ.

Middle Liddell

κῶλον
with but one leg: of buildings, of one story, Hdt.:—of sentences, consisting of one clause, Arist.:—generally, of one kind, one-sided. Arist.

English (Woodhouse)

with one storey

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)