εὐχείρωτος: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
(6_15)
m (Text replacement - "Arist. ''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efcheirotos
|Transliteration C=efcheirotos
|Beta Code=eu)xei/rwtos
|Beta Code=eu)xei/rwtos
|Definition=ον, (χειρόω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easy to master</b> or <b class="b2">overcome</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>452</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.3.4</span>, etc.; <b class="b2">easy to train</b>, τῷ νομοθέτῃ <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1332b9</span>; simply, <b class="b2">easy</b>, <span class="bibl">Porph. <span class="title">Abst.</span>3.4</span>. (Comp. εὐχειρότερος <span class="bibl">D.C.37.7</span>, and Sup. εὐχειρότατος <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.36</span>, <span class="bibl"><span class="title">Oec.</span>8.4</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.14.7</span>, are ff.ll. for -ωτότερος<b class="b3">, -ωτότατος</b>.)</span>
|Definition=εὐχείρωτον, ([[χειρόω]]) [[easy to master]] or [[overcome]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''452, X.''HG''5.3.4, etc.; [[easy to train]], τῷ νομοθέτῃ [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1332b9; simply, [[easy]], Porph. ''Abst.''3.4. (Comp. εὐχειρότερος D.C.37.7, and Sup. εὐχειρότατος [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.36, ''Oec.''8.4, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.14.7, are ff.ll. for -ωτότερος<b class="b3">, -ωτότατος</b>.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1108.png Seite 1108]] leicht zu überwältigen, zu bändigen; [[στρατός]] Aesch. Pers. 444; εὐχείρωτοι αὐτοῖς ἐδόκουν εἶναι οἱ διαβεβηκότες Xen. Hell. 5, 3, 4, öfter; im superlat., στρατιὰ [[ἄτακτος]] τοῖς πολεμίοις εὐχειρωτότατον (f. L. ist εὐχειρότατον) Oec. 8, 4, wie Cyr. 1, 6, 36; τοὺς Ἕλληνας ποιεῖν εὐχειρώτους Pol. 5, 104, 5; a. Sp., wie Plut. Crass. 21. Auch εὐχειρότερος bei D. Cass. 36, 7 ist richtig in εὐχειρωτότερος geändert.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1108.png Seite 1108]] leicht zu überwältigen, zu bändigen; [[στρατός]] Aesch. Pers. 444; εὐχείρωτοι αὐτοῖς ἐδόκουν εἶναι οἱ διαβεβηκότες Xen. Hell. 5, 3, 4, öfter; im superlat., στρατιὰ [[ἄτακτος]] τοῖς πολεμίοις εὐχειρωτότατον (f. L. ist εὐχειρότατον) Oec. 8, 4, wie Cyr. 1, 6, 36; τοὺς Ἕλληνας ποιεῖν εὐχειρώτους Pol. 5, 104, 5; a. Sp., wie Plut. Crass. 21. Auch εὐχειρότερος bei D. Cass. 36, 7 ist richtig in εὐχειρωτότερος geändert.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à prendre, à soumettre;<br /><i>Sp.</i> εὐχειρωτότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χειρόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐχείρωτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[легко одолимый]] ([[στρατός]] Aesch.; στρατιὰ τοῖς πολεμίοις εὐ. Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[послушный]], [[податливый]] (τῷ νομοθέτῃ Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[легко поддающийся]] (ταῖς ἀπάταις Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐχείρωτος''': -ον, ([[χειρόω]]) ὁ ῥᾳδίως χειρούμενος, καταβαλλόμενος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 452, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 4. - Ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 36. Οἰκ. 8, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 7, κτλ., ὑπάρχει Ὑπερθ. εὐχειρότατος ἀντὶ εὐχειρωτότατος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. σ. 38.
|lstext='''εὐχείρωτος''': -ον, ([[χειρόω]]) ὁ ῥᾳδίως χειρούμενος, καταβαλλόμενος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 452, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 4. - Ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 36. Οἰκ. 8, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 7, κτλ., ὑπάρχει Ὑπερθ. εὐχειρότατος ἀντὶ εὐχειρωτότατος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. σ. 38.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐχείρωτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που καταβάλλεται εύκολα<br /><b>2.</b> [[ευπειθής]], [[υπάκουος]]<br /><b>3.</b> [[εύκολος]], [[ευχερής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χειρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χειρώ]]), [[πρβλ]]. [[αχείρωτος]], [[δυσχείρωτος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐχείρωτος:''' -ον ([[χειρόω]]), αυτός που εύκολα δαμάζεται, ευκολοδιοίκητος, ή αυτός που εύκολα εξουδετερώνεται, σε Αισχύλ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-χείρωτος, ον [[χειρόω]]<br />[[easy]] to [[master]] or [[overcome]], Aesch., Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[easy to subdue]]
}}
}}

Latest revision as of 17:29, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχείρωτος Medium diacritics: εὐχείρωτος Low diacritics: ευχείρωτος Capitals: ΕΥΧΕΙΡΩΤΟΣ
Transliteration A: eucheírōtos Transliteration B: eucheirōtos Transliteration C: efcheirotos Beta Code: eu)xei/rwtos

English (LSJ)

εὐχείρωτον, (χειρόω) easy to master or overcome, A.Pers.452, X.HG5.3.4, etc.; easy to train, τῷ νομοθέτῃ Arist.Pol.1332b9; simply, easy, Porph. Abst.3.4. (Comp. εὐχειρότερος D.C.37.7, and Sup. εὐχειρότατος X.Cyr.1.6.36, Oec.8.4, Thphr. HP 4.14.7, are ff.ll. for -ωτότερος, -ωτότατος.)

German (Pape)

[Seite 1108] leicht zu überwältigen, zu bändigen; στρατός Aesch. Pers. 444; εὐχείρωτοι αὐτοῖς ἐδόκουν εἶναι οἱ διαβεβηκότες Xen. Hell. 5, 3, 4, öfter; im superlat., στρατιὰ ἄτακτος τοῖς πολεμίοις εὐχειρωτότατον (f. L. ist εὐχειρότατον) Oec. 8, 4, wie Cyr. 1, 6, 36; τοὺς Ἕλληνας ποιεῖν εὐχειρώτους Pol. 5, 104, 5; a. Sp., wie Plut. Crass. 21. Auch εὐχειρότερος bei D. Cass. 36, 7 ist richtig in εὐχειρωτότερος geändert.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à prendre, à soumettre;
Sp. εὐχειρωτότατος.
Étymologie: εὖ, χειρόω.

Russian (Dvoretsky)

εὐχείρωτος:
1 легко одолимый (στρατός Aesch.; στρατιὰ τοῖς πολεμίοις εὐ. Xen.);
2 послушный, податливый (τῷ νομοθέτῃ Arst.);
3 легко поддающийся (ταῖς ἀπάταις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐχείρωτος: -ον, (χειρόω) ὁ ῥᾳδίως χειρούμενος, καταβαλλόμενος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 452, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 4. - Ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 36. Οἰκ. 8, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 7, κτλ., ὑπάρχει Ὑπερθ. εὐχειρότατος ἀντὶ εὐχειρωτότατος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. σ. 38.

Greek Monolingual

εὐχείρωτος, -ον (Α)
1. αυτός που καταβάλλεται εύκολα
2. ευπειθής, υπάκουος
3. εύκολος, ευχερής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χειρωτος (< χειρώ), πρβλ. αχείρωτος, δυσχείρωτος].

Greek Monotonic

εὐχείρωτος: -ον (χειρόω), αυτός που εύκολα δαμάζεται, ευκολοδιοίκητος, ή αυτός που εύκολα εξουδετερώνεται, σε Αισχύλ., Ξεν.

Middle Liddell

εὐ-χείρωτος, ον χειρόω
easy to master or overcome, Aesch., Xen.

English (Woodhouse)

easy to subdue

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)