Μηδικός: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
m (Text replacement - "*" to "*") |
|||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Midikos | |Transliteration C=Midikos | ||
|Beta Code=*mhdiko/s | |Beta Code=*mhdiko/s | ||
|Definition= | |Definition=Μηδική, Μηδικόν, ''Median'': <b class="b3">τὰ Μηδικά</b> (''[[sc.]]'' [[πράγματα]])<br><span class="bld">A</span> [[the Median affairs]], esp. [[the war with the Medes]], the name given by Gr. historians to the great Persian war, Th.1.14, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1303b33, etc.; ὁ Μ. πόλεμος Th.1.90,95; <b class="b3">Μ. ἐσθής</b>, i.e. [[silken]] garments, Procop.''Pers.''1.20: Comp. τὰ Μηδικώτερα Philostr.''VA''1.25. Adv. Comp. Μηδικώτερον<b class="b3">, κατεσκευασμένος</b> ib.3.26.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">Μηδικὴ πόα</b>, [[lucerne]], [[Medicago sativa]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]'' 606; M. alone, Thphr.''HP''8.7.7, Dsc.2.147 (by some written [[μηδίκη]], Hdn.Gr.1.316, Eust.1967.27, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.43 codd.).<br><span class="bld">2</span> [[μηδική]], ἡ, = [[ἑλένιον]], Dsc.1.28, Plin.''HN''14.108.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">μῆλον Μηδικόν</b>, v. [[μῆλον]] (B).<br><span class="bld">IV</span> <b class="b3">ὀπὸς Μηδικός</b> a form of [[silphium]] [[juice]], prob. [[assafoetida]], Dsc.3.80, Philum.''Ven.''3.2.<br><span class="bld">V</span> [[Μηδικόν]], τό, perhaps a tomb [[in Persian style]], ''JHS''22.124. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de Mède <i>ou</i> de Médie ; ἡ Μηδική ([[γῆ]]), la Médie ; τὰ Μηδικά, les guerres Médiques.<br />'''Étymologie:''' [[Μηδία]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Μηδικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνηκῶν εἰς τοὺς Μήδους· τὰ Μηδικὰ (ἐξυπ. πράγματα), δηλ. ὁ πρὸς τοὺς Μήδους [[πόλεμος]], τὸ [[ὄνομα]], [[ὅπερ]] οἱ ἱστορικοὶ ἔδωκαν εἰς τὸν μέγαν Περσικὸν πόλεμον, Θουκ. 1. 14, 95, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 4, κτλ.· οὕτω, ὁ Μ. [[πόλεμος]] Θουκ. 1. 90· πρβλ. [[Περσικός]]. ΙΙ. Μηδικὴ πόα, Medicago sativa, [[εἶδος]] τριφυλλίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 606· τοῦτο [[παρά]] τινων ἐγράφετο μηδίκη, Ἀρκάδ. 107. 10, Εὐστ. 1967. 27· οὕτω καὶ τὰ Ἀντίγραφ., Διόδ. 3. 43. ΙΙΙ. [[μῆλον]] Μηδικόν, ἴδε [[μῆλον]] (Β). | |lstext='''Μηδικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνηκῶν εἰς τοὺς Μήδους· τὰ Μηδικὰ (ἐξυπ. πράγματα), δηλ. ὁ πρὸς τοὺς Μήδους [[πόλεμος]], τὸ [[ὄνομα]], [[ὅπερ]] οἱ ἱστορικοὶ ἔδωκαν εἰς τὸν μέγαν Περσικὸν πόλεμον, Θουκ. 1. 14, 95, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 4, κτλ.· οὕτω, ὁ Μ. [[πόλεμος]] Θουκ. 1. 90· πρβλ. [[Περσικός]]. ΙΙ. Μηδικὴ πόα, Medicago sativa, [[εἶδος]] τριφυλλίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 606· τοῦτο [[παρά]] τινων ἐγράφετο μηδίκη, Ἀρκάδ. 107. 10, Εὐστ. 1967. 27· οὕτω καὶ τὰ Ἀντίγραφ., Διόδ. 3. 43. ΙΙΙ. [[μῆλον]] Μηδικόν, ἴδε [[μῆλον]] (Β). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Μηδῐκός:''' мидийский: Μηδικὴ [[ποία]] Arph., Arst., Diod. мидийская трава, т. е. люцерна (Medicago [[sativa]]); ὁ Μ. [[πόλεμος]] Thuc. | |elrutext='''Μηδῐκός:''' [[мидийский]]: Μηδικὴ [[ποία]] Arph., Arst., Diod. мидийская трава, т. е. люцерна (Medicago [[sativa]]); ὁ Μ. [[πόλεμος]] Thuc. «[[Мидийская]]», т. е. Греко-персидская война; Μηδικὸν [[μῆλον]] Plut. лимон. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[Μηδικός]], ή, όν [[Μῆδος]]<br /><b class="num">I.</b> the war with the Medes, the [[name]] given to the [[great]] Persian war, Thuc.; ὁ Μ. [[πόλεμος]] Thuc.<br /><b class="num">II.</b> Μηδικὴ πόα medick, a [[kind]] of clover, Ar. | |mdlsjtxt=[[Μηδικός]], ή, όν [[Μῆδος]]<br /><b class="num">I.</b> the war with the Medes, the [[name]] given to the [[great]] Persian war, Thuc.; ὁ Μ. [[πόλεμος]] Thuc.<br /><b class="num">II.</b> Μηδικὴ πόα medick, a [[kind]] of clover, Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:29, 21 November 2024
English (LSJ)
Μηδική, Μηδικόν, Median: τὰ Μηδικά (sc. πράγματα)
A the Median affairs, esp. the war with the Medes, the name given by Gr. historians to the great Persian war, Th.1.14, Arist.Pol.1303b33, etc.; ὁ Μ. πόλεμος Th.1.90,95; Μ. ἐσθής, i.e. silken garments, Procop.Pers.1.20: Comp. τὰ Μηδικώτερα Philostr.VA1.25. Adv. Comp. Μηδικώτερον, κατεσκευασμένος ib.3.26.
II Μηδικὴ πόα, lucerne, Medicago sativa, Ar.Eq. 606; M. alone, Thphr.HP8.7.7, Dsc.2.147 (by some written μηδίκη, Hdn.Gr.1.316, Eust.1967.27, cf. D.S.3.43 codd.).
2 μηδική, ἡ, = ἑλένιον, Dsc.1.28, Plin.HN14.108.
III μῆλον Μηδικόν, v. μῆλον (B).
IV ὀπὸς Μηδικός a form of silphium juice, prob. assafoetida, Dsc.3.80, Philum.Ven.3.2.
V Μηδικόν, τό, perhaps a tomb in Persian style, JHS22.124.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Mède ou de Médie ; ἡ Μηδική (γῆ), la Médie ; τὰ Μηδικά, les guerres Médiques.
Étymologie: Μηδία.
Greek (Liddell-Scott)
Μηδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνηκῶν εἰς τοὺς Μήδους· τὰ Μηδικὰ (ἐξυπ. πράγματα), δηλ. ὁ πρὸς τοὺς Μήδους πόλεμος, τὸ ὄνομα, ὅπερ οἱ ἱστορικοὶ ἔδωκαν εἰς τὸν μέγαν Περσικὸν πόλεμον, Θουκ. 1. 14, 95, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 4, κτλ.· οὕτω, ὁ Μ. πόλεμος Θουκ. 1. 90· πρβλ. Περσικός. ΙΙ. Μηδικὴ πόα, Medicago sativa, εἶδος τριφυλλίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 606· τοῦτο παρά τινων ἐγράφετο μηδίκη, Ἀρκάδ. 107. 10, Εὐστ. 1967. 27· οὕτω καὶ τὰ Ἀντίγραφ., Διόδ. 3. 43. ΙΙΙ. μῆλον Μηδικόν, ἴδε μῆλον (Β).
Russian (Dvoretsky)
Μηδῐκός: мидийский: Μηδικὴ ποία Arph., Arst., Diod. мидийская трава, т. е. люцерна (Medicago sativa); ὁ Μ. πόλεμος Thuc. «Мидийская», т. е. Греко-персидская война; Μηδικὸν μῆλον Plut. лимон.
Middle Liddell
Μηδικός, ή, όν Μῆδος
I. the war with the Medes, the name given to the great Persian war, Thuc.; ὁ Μ. πόλεμος Thuc.
II. Μηδικὴ πόα medick, a kind of clover, Ar.