τίμησις: Difference between revisions
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=timisis | |Transliteration C=timisis | ||
|Beta Code=ti/mhsis | |Beta Code=ti/mhsis | ||
|Definition=[ | |Definition=[τῑ], εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[holding valuable]], [[honouring]], [[esteeming]], Pl. ''Lg.''696d, 728e.<br><span class="bld">II</span> [[estimation]] or [[valuation]] of property or merchandise, ''PRev.Laws'' 29.12, al. (iii B.C.), ''PCair.Zen.''12.1, al. (iii B.C.), Plb.31.28.3: pl., ''SIG''364.66 (Ephesus, iii B.C.); <b class="b3">τὰς τ. προσεξεπλήρωσεν</b>, = Lat. [[census explevit]], Mon.Anc.Gr.19.10: Dor. τίμᾱσις, καρπῶ Docum.ant.dell' Africa Italiana 1.88 (Cyrene, iv B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[assessment of damages]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''878e; <b class="b3">τ. ποιεῖν τινι</b> (opp. a capital charge) Antipho 5.10; <b class="b3">ἀπαντᾶν εἰς τὴν τ.</b> Aeschin.3.198, cf. D.53.18: Dor. τίμᾱσις ''Foed.Delph.Pell.''1A 9.<br><span class="bld">3</span> [[rating]] or [[assessment]] for political purposes, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1308b2 (pl.); ἀπὸ τιμήσεως πολίτευμα [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.18; τοὺς πολίτας συντάξαι.. κατὰ τιμήσεις Plot.6.3.1; of the Roman [[census]], D.H.1.74: pl., Str.3.5.3: pl. of one [[census]], Plu. ''Caes.''55.<br><span class="bld">4</span> [[payment]], ''PSI''4.327.10 (iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1115.png Seite 1115]] ἡ, die Schätzung, Bestimmung des Werthes oder Preises; ἐὰν [[ἀμφισβητήσιμος]] ἡ [[τίμησις]] γίγνηται, Plat. Legg. IX, 878 e; Abschätzung der Strafe, Dem. 53, 18. – Bes. Schätzung des Vermögens, Census, οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ [[ἑξήκοντα]] τάλαντα, Pol. 32, 14, 3. – llebh. Werthschätzung, Hochschätzung, Verehrung, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1115.png Seite 1115]] ἡ, die Schätzung, Bestimmung des Werthes oder Preises; ἐὰν [[ἀμφισβητήσιμος]] ἡ [[τίμησις]] γίγνηται, Plat. Legg. IX, 878 e; Abschätzung der Strafe, Dem. 53, 18. – Bes. Schätzung des Vermögens, Census, οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ [[ἑξήκοντα]] τάλαντα, Pol. 32, 14, 3. – llebh. Werthschätzung, Hochschätzung, Verehrung, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> [[estimation]], [[évaluation]];<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> [[évaluation de la fortune]], [[cens]];<br /><b>2</b> [[condamnation à une amende]].<br />'''Étymologie:''' [[τιμάω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τίμησις:''' εως (τῑ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[установление стоимости]], [[оценка]] Plat., Polyb.;<br /><b class="num">2</b> [[оценка имущества]], [[цензовая перепись]] Plut.;<br /><b class="num">3</b> определение наказания, тж. установление штрафа Aesch., Dem.;<br /><b class="num">4</b> [[уважение]], [[почет]] Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τίμησις''': -εως, ἡ, ([[τιμάω]]) [[ἐκτίμησις]], [[σεβασμός]], Πλάτ. Νόμ. 696C, 728E. ΙΙ.[[ἐκτίμησις]], [[διατίμησις]] περιουσίας, καθορισμὸς τῆς ἀξίας ἢ [[τιμῆς]] πράγματός τινος, [[μάλιστα]] δὲ περιουσίας, Πλάτ. Νόμ. 878Ε, Πολύβ. 32. 14, 3· τὰς τ. ἐκπληροῦν, καταβάλλειν πᾶσαν τὴν δαπάνην, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 VIII. 10. 2) προσδιορισμὸς ζημίας ἢ βλάβης, τ. ποιεῖν τινι (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς κατηγορίαν κεφαλικήν), Ἀντιφῶν 130. 25· ἀπαντᾶν εἰς τὴν τ. Αἰσχίν. 82. 21, πρβλ. Δημ. 1252. 15. 3) [[ἐκτίμησις]], ὑπολογισμὸς τῶν περιουσιῶν τῶν κατοίκων διὰ πολιτικοὺς σκοπούς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 10· ἀπὸ τιμήσεως [[πολίτευμα]] Διόδ. 18. 18. ― Πρβλ. [[τιμάω]] ΙΙΙ | |lstext='''τίμησις''': -εως, ἡ, ([[τιμάω]]) [[ἐκτίμησις]], [[σεβασμός]], Πλάτ. Νόμ. 696C, 728E. ΙΙ. [[ἐκτίμησις]], [[διατίμησις]] περιουσίας, καθορισμὸς τῆς ἀξίας ἢ [[τιμῆς]] πράγματός τινος, [[μάλιστα]] δὲ περιουσίας, Πλάτ. Νόμ. 878Ε, Πολύβ. 32. 14, 3· τὰς τ. ἐκπληροῦν, καταβάλλειν πᾶσαν τὴν δαπάνην, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 VIII. 10. 2) προσδιορισμὸς ζημίας ἢ βλάβης, τ. ποιεῖν τινι (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς κατηγορίαν κεφαλικήν), Ἀντιφῶν 130. 25· ἀπαντᾶν εἰς τὴν τ. Αἰσχίν. 82. 21, πρβλ. Δημ. 1252. 15. 3) [[ἐκτίμησις]], ὑπολογισμὸς τῶν περιουσιῶν τῶν κατοίκων διὰ πολιτικοὺς σκοπούς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 10· ἀπὸ τιμήσεως [[πολίτευμα]] Διόδ. 18. 18. ― Πρβλ. [[τιμάω]] ΙΙΙ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τίμησις:''' -εως, ἡ (τῑμάω)·<br /><b class="num">1.</b> [[εκτίμηση]] περιουσίας, [[καθορισμός]] αξίας ή [[τιμής]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσδιορισμός]] ζημίας ή βλάβης, σε Αισχίν. κ.λπ.· [[εκτίμηση]] οικονομικής κατάστασης ή [[υπολογισμός]] περιουσίας κατοίκων για πολιτικούς σκοπούς, σε Αριστ. | |lsmtext='''τίμησις:''' -εως, ἡ (τῑμάω)·<br /><b class="num">1.</b> [[εκτίμηση]] περιουσίας, [[καθορισμός]] αξίας ή [[τιμής]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσδιορισμός]] ζημίας ή βλάβης, σε Αισχίν. κ.λπ.· [[εκτίμηση]] οικονομικής κατάστασης ή [[υπολογισμός]] περιουσίας κατοίκων για πολιτικούς σκοπούς, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τίμησις]], εως, [τῑμάω]<br /><b class="num">1.</b> a [[valuation]] of [[property]], [[value]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> an [[assessment]] of damages, Aeschin., etc.; a rating or [[assessment]], Arist. | |mdlsjtxt=[[τίμησις]], εως, [τῑμάω]<br /><b class="num">1.</b> a [[valuation]] of [[property]], [[value]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> an [[assessment]] of damages, Aeschin., etc.; a rating or [[assessment]], Arist. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[act of estimating]], [[assessment of damages]], [[fixing of the dansages]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:31, 21 November 2024
English (LSJ)
[τῑ], εως, ἡ,
A holding valuable, honouring, esteeming, Pl. Lg.696d, 728e.
II estimation or valuation of property or merchandise, PRev.Laws 29.12, al. (iii B.C.), PCair.Zen.12.1, al. (iii B.C.), Plb.31.28.3: pl., SIG364.66 (Ephesus, iii B.C.); τὰς τ. προσεξεπλήρωσεν, = Lat. census explevit, Mon.Anc.Gr.19.10: Dor. τίμᾱσις, καρπῶ Docum.ant.dell' Africa Italiana 1.88 (Cyrene, iv B.C.).
2 assessment of damages, Pl.Lg.878e; τ. ποιεῖν τινι (opp. a capital charge) Antipho 5.10; ἀπαντᾶν εἰς τὴν τ. Aeschin.3.198, cf. D.53.18: Dor. τίμᾱσις Foed.Delph.Pell.1A 9.
3 rating or assessment for political purposes, Arist.Pol.1308b2 (pl.); ἀπὸ τιμήσεως πολίτευμα D.S.18.18; τοὺς πολίτας συντάξαι.. κατὰ τιμήσεις Plot.6.3.1; of the Roman census, D.H.1.74: pl., Str.3.5.3: pl. of one census, Plu. Caes.55.
4 payment, PSI4.327.10 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1115] ἡ, die Schätzung, Bestimmung des Werthes oder Preises; ἐὰν ἀμφισβητήσιμος ἡ τίμησις γίγνηται, Plat. Legg. IX, 878 e; Abschätzung der Strafe, Dem. 53, 18. – Bes. Schätzung des Vermögens, Census, οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ ἑξήκοντα τάλαντα, Pol. 32, 14, 3. – llebh. Werthschätzung, Hochschätzung, Verehrung, Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. estimation, évaluation;
II. particul. :
1 évaluation de la fortune, cens;
2 condamnation à une amende.
Étymologie: τιμάω.
Russian (Dvoretsky)
τίμησις: εως (τῑ) ἡ
1 установление стоимости, оценка Plat., Polyb.;
2 оценка имущества, цензовая перепись Plut.;
3 определение наказания, тж. установление штрафа Aesch., Dem.;
4 уважение, почет Plat.
Greek (Liddell-Scott)
τίμησις: -εως, ἡ, (τιμάω) ἐκτίμησις, σεβασμός, Πλάτ. Νόμ. 696C, 728E. ΙΙ. ἐκτίμησις, διατίμησις περιουσίας, καθορισμὸς τῆς ἀξίας ἢ τιμῆς πράγματός τινος, μάλιστα δὲ περιουσίας, Πλάτ. Νόμ. 878Ε, Πολύβ. 32. 14, 3· τὰς τ. ἐκπληροῦν, καταβάλλειν πᾶσαν τὴν δαπάνην, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 VIII. 10. 2) προσδιορισμὸς ζημίας ἢ βλάβης, τ. ποιεῖν τινι (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς κατηγορίαν κεφαλικήν), Ἀντιφῶν 130. 25· ἀπαντᾶν εἰς τὴν τ. Αἰσχίν. 82. 21, πρβλ. Δημ. 1252. 15. 3) ἐκτίμησις, ὑπολογισμὸς τῶν περιουσιῶν τῶν κατοίκων διὰ πολιτικοὺς σκοπούς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 10· ἀπὸ τιμήσεως πολίτευμα Διόδ. 18. 18. ― Πρβλ. τιμάω ΙΙΙ.
Greek Monotonic
τίμησις: -εως, ἡ (τῑμάω)·
1. εκτίμηση περιουσίας, καθορισμός αξίας ή τιμής, σε Πλάτ.
2. προσδιορισμός ζημίας ή βλάβης, σε Αισχίν. κ.λπ.· εκτίμηση οικονομικής κατάστασης ή υπολογισμός περιουσίας κατοίκων για πολιτικούς σκοπούς, σε Αριστ.
Middle Liddell
τίμησις, εως, [τῑμάω]
1. a valuation of property, value, Plat.
2. an assessment of damages, Aeschin., etc.; a rating or assessment, Arist.
English (Woodhouse)
act of estimating, assessment of damages, fixing of the dansages