προσλείπω: Difference between revisions
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
(c1) |
|||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosleipo | |Transliteration C=prosleipo | ||
|Beta Code=proslei/pw | |Beta Code=proslei/pw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[leave on]], τῷ μεσογονατίῳ τὸ πρὸς τοὺς βλαστοὺς γόνυ [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.11.6.<br><span class="bld">2</span> [[leave unworked]], π. ἢ συνελεῖν ''IG''7.3073.23 (Lebad., ii B.C.).<br><span class="bld">II</span> intr., to [[be lacking]], τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1337a2; τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου ''IGRom.''4.845 (Laodicea ad Lycum, i A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0772.png Seite 772]] dazu, daran fehlen, c. gen., Arist. polit. 7, 15, 11 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0772.png Seite 772]] dazu, daran fehlen, c. gen., Arist. polit. 7, 15, 11 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[manquer]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λείπω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-λείπω, intrans. ontbreken:. τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως wat ontbreekt aan de natuurlijke eigenschappen Aristot. Pol. 1337a2. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]], [[λειψός]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[αφήνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br />β) [[αφήνω]] [[κάτι]] ατελές, ασυμπλήρωτο<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ προσλείψας</i><br />ο υπολειπόμενος<br /><b>4.</b> (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ προσλεῖπον</i><br />η [[έλλειψη]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ προσλείψαντα</i><br />(ενν. <i>τοῦ ἔργου</i>) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το [[έργο]] να ολοκληρωθεί. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, είμαι [[ελλιπής]], σε Αριστ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσλείπω''': εἶμαι [[ἐλλιπής]], τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to be [[lacking]], Arist. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:32, 21 November 2024
English (LSJ)
A leave on, τῷ μεσογονατίῳ τὸ πρὸς τοὺς βλαστοὺς γόνυ Thphr. HP 4.11.6.
2 leave unworked, π. ἢ συνελεῖν IG7.3073.23 (Lebad., ii B.C.).
II intr., to be lacking, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Arist.Pol.1337a2; τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου IGRom.4.845 (Laodicea ad Lycum, i A.D.).
German (Pape)
[Seite 772] dazu, daran fehlen, c. gen., Arist. polit. 7, 15, 11 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
manquer.
Étymologie: πρός, λείπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-λείπω, intrans. ontbreken:. τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως wat ontbreekt aan de natuurlijke eigenschappen Aristot. Pol. 1337a2.
Greek Monolingual
Α
1. (αμτβ.) είμαι ελλιπής, λειψός
2. (μτβ.) α) αφήνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
β) αφήνω κάτι ατελές, ασυμπλήρωτο
3. (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) ὁ προσλείψας
ο υπολειπόμενος
4. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσλεῖπον
η έλλειψη
5. (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) τὰ προσλείψαντα
(ενν. τοῦ ἔργου) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το έργο να ολοκληρωθεί.
Greek Monotonic
προσλείπω: μέλ. -ψω, είμαι ελλιπής, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
προσλείπω: εἶμαι ἐλλιπής, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935.
Middle Liddell
fut. ψω
to be lacking, Arist.