καλοβάμων: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1312.png Seite 1312]] ονος, auf Hölzern, Stelzen gehend, Man. 4, 287, mit verkürzter erster Salbe. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1312.png Seite 1312]] ονος, [[auf Hölzern gehend]], [[auf Stelzen gehend]], Man. 4, 287, mit verkürzter erster Salbe. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:39, 23 November 2024
English (LSJ)
[βᾱ], ονος, ὁ, (κάλως) tight-rope walker, Man.4.287.
German (Pape)
[Seite 1312] ονος, auf Hölzern gehend, auf Stelzen gehend, Man. 4, 287, mit verkürzter erster Salbe.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱλοβάμων: βᾱ, ὁ περιπατῶν ἐπὶ ξυλίνων δοράτων ἐχόντων ἐξέχουσάν τινα θέσιν διὰ τὸν πόδα, Λατ. grallator, Μανέθων 4. 287 ἔνθα κᾰλοβάμων χάριν τοῦ μέτρου.
Greek Monolingual
-ον (AM καλοβάμων, -ον)
νεοελλ.
φρ. «καλοβάμονα πτηνά» — τάξη πτηνών με ψηλά και λεπτά πόδια, όπως είναι ο γερανός, ο πελαργός κ.ά.
μσν.-αρχ.
1. αυτός που βαδίζει επάνω σε καλόβαθρα
2. ο σχοινοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- (< επίρρ. καλά) + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων, ταχυβάμων].