προσσυμβάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
(CSV import)
mNo edit summary
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσ-συμβάλλομαι bovendien bijdragen.
|elnltext=προσ-συμβάλλομαι [[bovendien bijdragen]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσσυμβάλλομαι:''' староатт. [[προσξυμβάλλομαι]] содействовать возбуждению, возбуждать, усиливать (τῆς ὀργῆς Thuc.).
|elrutext='''προσσυμβάλλομαι:''' староатт. [[προσξυμβάλλομαι]] [[содействовать возбуждению]], [[возбуждать]], [[усиливать]] (τῆς ὀργῆς Thuc.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 13:49, 25 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσσυμβάλλομαι Medium diacritics: προσσυμβάλλομαι Low diacritics: προσσυμβάλλομαι Capitals: ΠΡΟΣΣΥΜΒΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: prossymbállomai Transliteration B: prossymballomai Transliteration C: prossymvallomai Beta Code: prossumba/llomai

English (LSJ)

Med., contribute to besides or contribute at the same time, abs., Hp. Fract. 27; πρός τι Id. Art. 30; cf. προσσυλλαμβάνω.

German (Pape)

[Seite 780] (s. βάλλω), mit dazu beitragen, v.l. zum Vor.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-συμβάλλομαι bovendien bijdragen.

Russian (Dvoretsky)

προσσυμβάλλομαι: староатт. προσξυμβάλλομαι содействовать возбуждению, возбуждать, усиливать (τῆς ὀργῆς Thuc.).

Greek Monolingual

Α
συμβάλλω, συντελώ και εγώ ή συνεισφέρω συγχρόνως με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

προσσυμβάλλομαι: Μέσ., συνεισφέρω επιπλέον ή συγχρόνως, προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς, συνέβαλε, συνετέλεσε στην προθυμία τους, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προσσυμβάλλομαι: συμβάλλομαι, συνεισφέρω προσέτι ἢ συγχρόνως, ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 769· πρός τι ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 797· προσξυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς... αἱ νῆες, ὁ στόλος συνεισέφερεν εἰς τὴν προθυμίαν των, ἐπέτεινεν αὐτὴν (ἔνθα αἱ νῆες = τὸ ναυτικόν), Θουκ. 3. 36 (διαφ. γρ. προσσυνελάβετο). Ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Bloomfield ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

Mid. to contribute to besides or at the same time, προσσυνεβάλετο τῆς ὁρμῆς contributed to their eagerness, Thuc.

Lexicon Thucydideum

insuper conferre, to bring besides, 3.36.2, [vulgo commonly προσξυνελάβοντο]