στέγη: Difference between revisions
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
(13_6a) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] ἡ, auch [[τέγη]], Da ch; ὑψηλῆς στέγης στύλον ποδήρη, Aesch. Ag. 871; u. allgemein, Haus, ἐς ἀνθρώπων στέγας Eum. 56, u. öfter; ἴθι στέγης ἔσω, Soph. O. R. 1515, u. öfter, auch plur., τὰς ἐμὰς στέγας ἵκου, 533; von der Höhle, in der Philoktet wohnt, τάσδε πετρήρεις στέγας, Phil. 1246, vgl. ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης, Ant. 987; und vom Zelt, ἕρκειος [[στέγη]], Ai. 108. 728; oft Eur.; συμπίπτει [[στέγη]], Herc. Fur. 905; στέγαις δέχεσθαι, Or. 46; auch μελάθρων στέγαι, Alc. 248, wie δόμων, Cycl. 118; Zimmer, Her. 2, 148. 175; Xen. oft, wie Cyr. 1, 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] ἡ, auch [[τέγη]], Da ch; ὑψηλῆς στέγης στύλον ποδήρη, Aesch. Ag. 871; u. allgemein, Haus, ἐς ἀνθρώπων στέγας Eum. 56, u. öfter; ἴθι στέγης ἔσω, Soph. O. R. 1515, u. öfter, auch plur., τὰς ἐμὰς στέγας ἵκου, 533; von der Höhle, in der Philoktet wohnt, τάσδε πετρήρεις στέγας, Phil. 1246, vgl. ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης, Ant. 987; und vom Zelt, ἕρκειος [[στέγη]], Ai. 108. 728; oft Eur.; συμπίπτει [[στέγη]], Herc. Fur. 905; στέγαις δέχεσθαι, Or. 46; auch μελάθρων στέγαι, Alc. 248, wie δόμων, Cycl. 118; Zimmer, Her. 2, 148. 175; Xen. oft, wie Cyr. 1, 14. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στέγη''': ἡ, ([[στέγω]]) [[ὀροφή]], [[στέγασμα]], «σκεπή», Λατ. tectum, Ἡρόδ. 6. 27, Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, Ξεν., κλπ.· παρέχειν τινὶ στέγην, [[στέγασμα]], [[καταφύγιον]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 588. ΙΙ. [[τόπος]] κεκαλυμμένος διὰ στέγης, [[θάλαμος]], [[δωμάτιον]], Ἡρόδ. 2. 2, 148, 175. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 13, Ξεν., κλπ.· ἕρκειος στ., ἐπὶ σκηνῆς, Σοφ. Αἴ. 108· φωλεὰ ἢ [[κοίτη]] λαγωοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 184· ἐκ κατωρυχος στ., ἐκ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1100. πρβλ. 888· - «πάτωμα» οἰκίας, Βυζ. 2) [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecia, [[οἰκία]], [[κατοικητήριον]], Ἀλκαῖ. 15, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3. 518, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. τὸ [[κατάστρωμα]] πλοίου, stega παρὰ Plaut. Bacch. 2. 3, 44, Stich. 3. 1, 12. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:15, 5 August 2017
English (LSJ)
Dor.and Aeol. στέγα, ἡ,
A roof, A.Ag.897, Hdt.6.27, X.Mem.3.8.9, Ev.Marc.2.4, etc.; παρέχειν τινὶ σ. give one shelter, Arist.Fr.631; στέγῃ δέχεσθαί τινας OGI665.25 (Egypt, i A.D.). 2 ceiling, Alc.15, Call.Iamb.1.115 (Hermes 69.169). II roofed place, chamber, room, Hdt.2.2, 148,175, Eup.347, X.Oec.8.13, etc.; covered vestibule, IG22.1046.13; ἕρκειος σ., of a tent, S.Aj.108; a hare's seat or form, Id.Fr.174; ἐκ κατώρυχος σ., of the grave, Id.Ant.1100, cf. 888. 2 storey of a house, PStrassb.110.6 (iii B.C.), PCair.Zen.766.4 (iii B.C.), etc.; ἡ ἀνωτάτη σ. Str.15.3.7; αἱ στέγαι the upper storeys, PPetr.2p.28 (iii B.C.), cf. SIG344.16 (Teos, iv B.C.), IG42(1).102.293 (Epid., iv B.C.), PLond.3.1164f28 (iii A.D.). 3 freq. in pl., house, dwelling, A.Ag.3,518, al.; κατὰ στέγας at home, S.OT637, al.; ἐπελεῦσαι τῷ ἀνδρὶ ἐπὶ στέγαν to the man's house, Leg.Gort.3.46, cf. Schwyzer 177.3 (Crete, v B.C.). III deck of a ship, in Lat. stega, Plaut.Bacch.278, Stich.413.
German (Pape)
[Seite 932] ἡ, auch τέγη, Da ch; ὑψηλῆς στέγης στύλον ποδήρη, Aesch. Ag. 871; u. allgemein, Haus, ἐς ἀνθρώπων στέγας Eum. 56, u. öfter; ἴθι στέγης ἔσω, Soph. O. R. 1515, u. öfter, auch plur., τὰς ἐμὰς στέγας ἵκου, 533; von der Höhle, in der Philoktet wohnt, τάσδε πετρήρεις στέγας, Phil. 1246, vgl. ἐκ κατώρυχος στέγης, Ant. 987; und vom Zelt, ἕρκειος στέγη, Ai. 108. 728; oft Eur.; συμπίπτει στέγη, Herc. Fur. 905; στέγαις δέχεσθαι, Or. 46; auch μελάθρων στέγαι, Alc. 248, wie δόμων, Cycl. 118; Zimmer, Her. 2, 148. 175; Xen. oft, wie Cyr. 1, 14.
Greek (Liddell-Scott)
στέγη: ἡ, (στέγω) ὀροφή, στέγασμα, «σκεπή», Λατ. tectum, Ἡρόδ. 6. 27, Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, Ξεν., κλπ.· παρέχειν τινὶ στέγην, στέγασμα, καταφύγιον, Ἀριστ. Ἀποσπ. 588. ΙΙ. τόπος κεκαλυμμένος διὰ στέγης, θάλαμος, δωμάτιον, Ἡρόδ. 2. 2, 148, 175. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 13, Ξεν., κλπ.· ἕρκειος στ., ἐπὶ σκηνῆς, Σοφ. Αἴ. 108· φωλεὰ ἢ κοίτη λαγωοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 184· ἐκ κατωρυχος στ., ἐκ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1100. πρβλ. 888· - «πάτωμα» οἰκίας, Βυζ. 2) συχν. ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecia, οἰκία, κατοικητήριον, Ἀλκαῖ. 15, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3. 518, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. τὸ κατάστρωμα πλοίου, stega παρὰ Plaut. Bacch. 2. 3, 44, Stich. 3. 1, 12.