Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαμείβω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(13_6a)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] 1) vertauschen, verwechseln, τινί τι, Solon bei Plut. Sol. 3; τὶ [[πρός]] τι, Plat. Polit. 289 e; διαμεῖψαι Ἀσιήτιδα γαῖαν Εὐρώπης, d. i aus Europa nach Asien kommen, Eur. I. T. 398. – Med., sich ändern, Her. 9, 108; = act., τὶ [[ἀντί]] τινος, Plat. Legg. XI, 915 e; τὰς ἀγοράς, das Getreide verhandeln, Dion. Hal. 5, 66; erwidern, vergelten, Dio Cass. 56, 6; τὰ ἱμάτια [[πρός]] τινα, die Kleider mit Einem wechseln, Plut. Cim. 10. – 2) durchwandern, δωμάτων στυγερὰν ὁδόν Aesch. Spt. 334; u. med., βροτῶν φῦλα Suppl. 543; vgl. Prom. 285.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0589.png Seite 589]] 1) vertauschen, verwechseln, τινί τι, Solon bei Plut. Sol. 3; τὶ [[πρός]] τι, Plat. Polit. 289 e; διαμεῖψαι Ἀσιήτιδα γαῖαν Εὐρώπης, d. i aus Europa nach Asien kommen, Eur. I. T. 398. – Med., sich ändern, Her. 9, 108; = act., τὶ [[ἀντί]] τινος, Plat. Legg. XI, 915 e; τὰς ἀγοράς, das Getreide verhandeln, Dion. Hal. 5, 66; erwidern, vergelten, Dio Cass. 56, 6; τὰ ἱμάτια [[πρός]] τινα, die Kleider mit Einem wechseln, Plut. Cim. 10. – 2) durchwandern, δωμάτων στυγερὰν ὁδόν Aesch. Spt. 334; u. med., βροτῶν φῦλα Suppl. 543; vgl. Prom. 285.
}}
{{ls
|lstext='''διᾰμείβω''': μέλλ. -ψω, [[ἀνταλλάσσω]], τι [[πρός]] τι, πρᾶγμά τι ἀντὶ ἑτέρου, Πλάτ. Πολιτ. 289Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διαμείβεσθαί τί τινος ἢ [[ἀντί]] τινος Σόλων 13. 2, Πλάτ. Νόμ. 915Ε ([[ἔνθα]] προστίθεται καὶ δοτ. τοῦ προσώπου, πρὸς ὃν ἀνταλλάσσει τις)· - διαμεῖψαι Ἀσίαν Εὐρώπης, νὰ ἀνταλλάξῃ τὴν Ἀσίαν ἀντὶ τῆς Εὐρώπης, δηλ. νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ἀσίαν, Εὐρ. Ι. Τ. 398. 2) δ. ὁδόν, τελειώνω [[ταξείδιον]], Αἰσχύλ. Θήβ. 334· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ… δολιχῆς [[τέρμα]] κελεύθου διαμειψάμενος ὁ αὐτ. Πρ. 285· ἀλλ᾽ ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, πολλά φῦλα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 543· πόντου [[πεδίον]] ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 150. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἀπολ., [[μεταβάλλω]], [[μετατρέπω]], ἀλλοιῶ, Ἡρόδ. 9. 108. 4) ἀγορὰς διαποντίους δ., [[ἐμπορεύομαι]] εἰς ξένας ἀγοράς, Διον. Ἁλ. 5. 66· ἀνταμείβω, Δίων Κ. 56. 6.
}}
}}

Revision as of 09:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰμείβω Medium diacritics: διαμείβω Low diacritics: διαμείβω Capitals: ΔΙΑΜΕΙΒΩ
Transliteration A: diameíbō Transliteration B: diameibō Transliteration C: diameivo Beta Code: diamei/bw

English (LSJ)

   A exchange, τι πρός τι one thing with another, Pl.Plt.289e; τὰς οἰκίας J.BJ1.6.1:—Med., τισὶ τῆς ἀρετῆς τὸν πλοῦτον Sol.15.2; τινί τι ἀντί τινος Pl.Lg.915e; τὰ ἱμάτια πρός τινα Plu.Cim.10; διαμεῖψαι Ἀσίαν Εὐρώπης change Asia for Europe, i.e. pass into Asia, E.IT397 (lyr.); δ. μεταβολήν Dam.Pr.392; δ. τὴν φύσιν πρός τι ib. 396.    2 δ. ὁδόν finish a journey, A.Th.334(lyr.):—Med., δολιχῆς τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος Id.Pr.287 (anap.); but in Med. also, pass through, πολλὰ φῦλα Id.Supp.543 (lyr.); πόντου πεδίον Id.Fr.150 (lyr.).    b cross, traverse, ὄρη Procop.Goth.3.40.    3 change, χρόα Parm.8.41 (tm.):—abs. in Med., alter, Hdt.9.108.    4 Med., ἀγορὰς διαποντίους δ. trade in foreign markets, D.H.5.66.    5 Med., requite, D.C.56.6.

German (Pape)

[Seite 589] 1) vertauschen, verwechseln, τινί τι, Solon bei Plut. Sol. 3; τὶ πρός τι, Plat. Polit. 289 e; διαμεῖψαι Ἀσιήτιδα γαῖαν Εὐρώπης, d. i aus Europa nach Asien kommen, Eur. I. T. 398. – Med., sich ändern, Her. 9, 108; = act., τὶ ἀντί τινος, Plat. Legg. XI, 915 e; τὰς ἀγοράς, das Getreide verhandeln, Dion. Hal. 5, 66; erwidern, vergelten, Dio Cass. 56, 6; τὰ ἱμάτια πρός τινα, die Kleider mit Einem wechseln, Plut. Cim. 10. – 2) durchwandern, δωμάτων στυγερὰν ὁδόν Aesch. Spt. 334; u. med., βροτῶν φῦλα Suppl. 543; vgl. Prom. 285.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰμείβω: μέλλ. -ψω, ἀνταλλάσσω, τι πρός τι, πρᾶγμά τι ἀντὶ ἑτέρου, Πλάτ. Πολιτ. 289Ε· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διαμείβεσθαί τί τινος ἢ ἀντί τινος Σόλων 13. 2, Πλάτ. Νόμ. 915Ε (ἔνθα προστίθεται καὶ δοτ. τοῦ προσώπου, πρὸς ὃν ἀνταλλάσσει τις)· - διαμεῖψαι Ἀσίαν Εὐρώπης, νὰ ἀνταλλάξῃ τὴν Ἀσίαν ἀντὶ τῆς Εὐρώπης, δηλ. νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ἀσίαν, Εὐρ. Ι. Τ. 398. 2) δ. ὁδόν, τελειώνω ταξείδιον, Αἰσχύλ. Θήβ. 334· οὕτως ἐν τῷ μέσ… δολιχῆς τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος ὁ αὐτ. Πρ. 285· ἀλλ᾽ ἐν τῷ μέσ. ὡσαύτως, διέρχομαι διὰ μέσου, πολλά φῦλα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 543· πόντου πεδίον ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 150. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἀπολ., μεταβάλλω, μετατρέπω, ἀλλοιῶ, Ἡρόδ. 9. 108. 4) ἀγορὰς διαποντίους δ., ἐμπορεύομαι εἰς ξένας ἀγοράς, Διον. Ἁλ. 5. 66· ἀνταμείβω, Δίων Κ. 56. 6.