πρότονοι: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(10)
 
(6_15)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=pro/tonoi
|Beta Code=pro/tonoi
|Definition=οἱ: heterocl. pl. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> πρότονα <span class="bibl"><span class="title">Et.Gud.</span>483.13</span>, <span class="bibl">Eust.130.44</span>:—two <b class="b2">ropes from the masthead to the forepart of a ship, forestays</b> (opp. <b class="b3">ἐπίτονος</b> 'backstay'), <b class="b3">κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστόν</b>] <span class="bibl">Od.2.425</span>; ἱστοῦ δὲ προτόνους ἔρρηξ' ἀνέμοιο θύελλα ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ' ὀπίσω πέσεν <span class="bibl">12.409</span>; ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες <span class="bibl">Il.1.434</span>, cf. Alc.<span class="title">Supp.</span>12.10: in sg., σωτῆρα ναὸς πρότονον <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>897</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>773.42</span>(lyr.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>754.4</span> (iii B.C.), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>5</span>: metaph., of an old woman's hair, <span class="title">AP</span>5.203 (Mel.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">halyards</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>112</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">IT</span>1134</span> (lyr.); κατὰ προτόνων ἱστίον ἐκπετάσας <span class="title">Epigr.Gr.</span>779, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>6</span>.</span>
|Definition=οἱ: heterocl. pl. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> πρότονα <span class="bibl"><span class="title">Et.Gud.</span>483.13</span>, <span class="bibl">Eust.130.44</span>:—two <b class="b2">ropes from the masthead to the forepart of a ship, forestays</b> (opp. <b class="b3">ἐπίτονος</b> 'backstay'), <b class="b3">κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστόν</b>] <span class="bibl">Od.2.425</span>; ἱστοῦ δὲ προτόνους ἔρρηξ' ἀνέμοιο θύελλα ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ' ὀπίσω πέσεν <span class="bibl">12.409</span>; ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες <span class="bibl">Il.1.434</span>, cf. Alc.<span class="title">Supp.</span>12.10: in sg., σωτῆρα ναὸς πρότονον <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>897</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>773.42</span>(lyr.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>754.4</span> (iii B.C.), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>5</span>: metaph., of an old woman's hair, <span class="title">AP</span>5.203 (Mel.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">halyards</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>112</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">IT</span>1134</span> (lyr.); κατὰ προτόνων ἱστίον ἐκπετάσας <span class="title">Epigr.Gr.</span>779, cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Epigr.</span>6</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''πρότονοι''': οἱ· ἑτερογεν. πληθ. πρότονα Ἐτυμ. Γουδ. 483. 13· ― δύο σχοινία ἀπὸ τῆς κορυφῆς τοῦ ἱστοῦ πρὸς τὴν πρῷραν τοῦ πλοίου (ἀντίθετον τῷ [[ἐπίτονος]] τὸ πρὸς τὴν πρύμναν), κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστὸν] Ὀδ. Β. 425., Ο. 290· ὅτε [[ταῦτα]] ἐκόπτοντο, ὁ ἱστὸς κατέπιπτεν, ἱστοῦ δὲ προτόνους ἕρρηξ᾿ ἀνέμοιο [[θύελλα]] ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ᾿ [[ὀπίσω]] πέσεν Μ. 409· δι’ αὐτῶν κατεβιβάζετο ὁ [[ἱστός]], ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες Ἰλ. Α. 434· ― ἐν τῷ ἑνικῷ, σωτῆρα ναὸς πρότονον Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 204 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν ὡς σημαῖνον [[οἴκημα]] νεὼς κατὰ τὴν πρῷραν), Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5. ΙΙ. παρὰ τῷ Εὐρ. [[πρότονοι]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὰ σχοινία, δι᾿ ὧν τὰ ἱστία ἀνειλκύοντο, Εὐρ. Ἑκ. 114, Ι. Τ. 1134· οὕτω, κατὰ προτόνων [[ἱστίον]] ἐκπετάσας Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 779. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[πρότονοι]]· οἱ [[ἑκατέρωθεν]] τοῦ ἱστοῦ σχοῖνοι, ἐκτεταμένοι εἰς τὴν πρῷραν καὶ πρύμναν ἔμπροσθε». ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «πρότονος, προτεταμένος [[κάλως]]».
}}
}}

Revision as of 09:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρότονοι Medium diacritics: πρότονοι Low diacritics: πρότονοι Capitals: ΠΡΟΤΟΝΟΙ
Transliteration A: prótonoi Transliteration B: protonoi Transliteration C: protonoi Beta Code: pro/tonoi

English (LSJ)

οἱ: heterocl. pl.

   A πρότονα Et.Gud.483.13, Eust.130.44:—two ropes from the masthead to the forepart of a ship, forestays (opp. ἐπίτονος 'backstay'), κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστόν] Od.2.425; ἱστοῦ δὲ προτόνους ἔρρηξ' ἀνέμοιο θύελλα ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ' ὀπίσω πέσεν 12.409; ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες Il.1.434, cf. Alc.Supp.12.10: in sg., σωτῆρα ναὸς πρότονον A.Ag.897, cf. E.Fr.773.42(lyr.), PCair.Zen.754.4 (iii B.C.), Luc.Nav.5: metaph., of an old woman's hair, AP5.203 (Mel.).    II halyards, E.Hec.112 (anap.), IT1134 (lyr.); κατὰ προτόνων ἱστίον ἐκπετάσας Epigr.Gr.779, cf. Call.Epigr.6.

Greek (Liddell-Scott)

πρότονοι: οἱ· ἑτερογεν. πληθ. πρότονα Ἐτυμ. Γουδ. 483. 13· ― δύο σχοινία ἀπὸ τῆς κορυφῆς τοῦ ἱστοῦ πρὸς τὴν πρῷραν τοῦ πλοίου (ἀντίθετον τῷ ἐπίτονος τὸ πρὸς τὴν πρύμναν), κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν [τὸν ἱστὸν] Ὀδ. Β. 425., Ο. 290· ὅτε ταῦτα ἐκόπτοντο, ὁ ἱστὸς κατέπιπτεν, ἱστοῦ δὲ προτόνους ἕρρηξ᾿ ἀνέμοιο θύελλα ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ᾿ ὀπίσω πέσεν Μ. 409· δι’ αὐτῶν κατεβιβάζετο ὁ ἱστός, ἱστὸν προτόνοισιν ὑφέντες Ἰλ. Α. 434· ― ἐν τῷ ἑνικῷ, σωτῆρα ναὸς πρότονον Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 204 (ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν ὡς σημαῖνον οἴκημα νεὼς κατὰ τὴν πρῷραν), Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5. ΙΙ. παρὰ τῷ Εὐρ. πρότονοι φαίνεται ὅτι εἶναι τὰ σχοινία, δι᾿ ὧν τὰ ἱστία ἀνειλκύοντο, Εὐρ. Ἑκ. 114, Ι. Τ. 1134· οὕτω, κατὰ προτόνων ἱστίον ἐκπετάσας Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 779. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «πρότονοι· οἱ ἑκατέρωθεν τοῦ ἱστοῦ σχοῖνοι, ἐκτεταμένοι εἰς τὴν πρῷραν καὶ πρύμναν ἔμπροσθε». ― Κατὰ Σουΐδ.: «πρότονος, προτεταμένος κάλως».