ὠμοφόριον: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(13)
 
(6_21)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=w)mofo/rion
|Beta Code=w)mofo/rion
|Definition=τό, = <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">palliolum</b>, Gloss.</span>
|Definition=τό, = <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">palliolum</b>, Gloss.</span>
}}
{{ls
|lstext='''ὠμοφόριον''': τό, [[κάλυμμα]] ῥιπτόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Χ. 470 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λ. [[κρήδεμνον]]· [[ὠμόφορον]] παρὰ τῇ Ἄννᾳ Κομν. 1. 346. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ἓν τῶν ἱερῶν ἀμφίων, ὃ ὁ [[ἐπίσκοπος]] φέρει ἐπὶ τῶν ὤμων, Παλλάδ. ἐν βίῳ Χρυσ. 22C, Ἰω. Μόσχ. 2885Β, Νικήτ. Παφλ. 520C. 2) [[εἶδος]] καλύμματος τῆς κεφαλῆς καλύπτοντος καὶ τοὺς ὤμους, Παλλαδ. Λαυσ. 1236, Λεων Γραμμ. 241 κλπ.· [[ὡσαύτως]] [[ὠμόφορον]], Θεοφάν. 217, κλπ., ἴδε Δουκάγγ.
}}
}}

Revision as of 09:58, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοφόριον Medium diacritics: ὠμοφόριον Low diacritics: ωμοφόριον Capitals: ΩΜΟΦΟΡΙΟΝ
Transliteration A: ōmophórion Transliteration B: ōmophorion Transliteration C: omoforion Beta Code: w)mofo/rion

English (LSJ)

τό, =

   A palliolum, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοφόριον: τό, κάλυμμα ῥιπτόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Χ. 470 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λ. κρήδεμνον· ὠμόφορον παρὰ τῇ Ἄννᾳ Κομν. 1. 346. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ἓν τῶν ἱερῶν ἀμφίων, ὃ ὁ ἐπίσκοπος φέρει ἐπὶ τῶν ὤμων, Παλλάδ. ἐν βίῳ Χρυσ. 22C, Ἰω. Μόσχ. 2885Β, Νικήτ. Παφλ. 520C. 2) εἶδος καλύμματος τῆς κεφαλῆς καλύπτοντος καὶ τοὺς ὤμους, Παλλαδ. Λαυσ. 1236, Λεων Γραμμ. 241 κλπ.· ὡσαύτως ὠμόφορον, Θεοφάν. 217, κλπ., ἴδε Δουκάγγ.